Δεν τρομάζεις πια όταν στερεύει ο χείμαρρος των ακριβοπληρωμένων επώδυνων λέξεων. Χαμογελάς στο άγνωστο και αφήνεις τον μανδύα της σιωπής να γλιστρήσει απαλά πάνω στο δέρμα σου. Λουφάζεις μέσα στο διάφανο κουκούλι σου, δοκιμάζεις την ανοίκεια γεύση της πληρότητας χωρίς να αναρωτιέσαι πόσο διαρκεί.
Κι όταν καμιά φορά βγάζεις έξω το κεφάλι σου για μια στιγμιαία εισπνοή, απορείς με την βιαιότητα του ανέμου που κάποτε ένιωθες σαν χάδι στο πρόσωπο σου. Συνειδητοποιείς πως η μοναξιά ήταν το οξυγόνο σου, όμως πόσο εύκολα εξασκήθηκες στην άπνοια, πόσο πρόθυμα υπέδειξες τα ανυπεράσπιστα σημεία των οχυρών σου στον εχθρό, πόσο αδιάφορα έστειλες τους πολεμιστές σου σε βέβαιο θάνατο...
Άραγε θα μας βρουν μια μέρα οι λογιστές της ματαιότητας απαιτώντας να εξαργυρωθούν μία μία οι λευκές υποσχέσεις μας; Αραγε θα λαχταρήσουμε ξανά την επάρκεια ενός αυτόφωτου πυρήνα; Αραγε θα συγχωρέσουμε ποτέ όσους μας είδαν γυμνούς, ευάλωτους, φριχτά σημαδεμένους μα τόλμησαν, αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις, να μας αγαπήσουν;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment