Ξαναρχίζεις να γράφεις. Είναι κάτι σαν διαταγή απ' το υπερπέραν.
Ξαναγυρνάς εκεί όπου, όταν ακόμα ήμασταν άδολοι, αποθήκευες λέξη λέξη τον χείμαρρο των σκοτωμένων πιθανοτήτων για μελλοντική απόσταξη. Μεθυσμένος τώρα από αναπόφευκτο, περιφέρεις την εξαγορασμένη σου ευφορία, ανταλλάσσεις τη φωνή σου με ένα σύννεφο άγονης σιωπής.
Άδολοι; Όχι, ποτέ δεν ήσουν άδολος. Ούτε κι εγώ.
«Ξέρεις,ο έρωτας θα νικήσει στο τέλος», μου 'χες πει. Όχι εσύ, ούτε εγώ. Ο έρωτας. Αυτή η αλλόκοτη φρίκη, που ορμάει να σε πνίξει, όπως ορμούσες κάποτε ν' αρπάξεις απ' τα χέρια αγνώστων ευχετήριες κάρτες και όνειρα. Όπως ορμούσες στο λευκό χαρτί να το γεμίσεις έμμετρες απειλές προς το σύμπαν.
Η επικοινωνία ναυαγεί στα ανοιχτά του φόβου μας. Τι λέω;
Στο ρόδινο σου παραμύθι, τα βράδια γράφουν οι φασίστες συνθήματα. Θέλουμε να σκεπάσουμε το «αίμα» με αίμα, αλλά
απ' τις φλέβες μας τρέχει νερό. Μόνο νερό. Διψάμε.
Γιατί διστάζεις να μου πεις «Σ' αγάπησα μόνο επειδή μια νύχτα μου ψιθύρισες σε άγνωστη γλώσσα όσα λαχτάραγα ν' ακούσω, μα το ξημέρωμα βρήκα δίπλα μου ένα κορμί από καιρό παρατημένο στην αφθαρσία της πρώτης άνοιξης.
«Στα βλέφαρα σου διάβασα μόνο σκόρπια αποσπάσματα απ' τις βραχογραφίες της αθανασίας. Στα χείλη σου αναζήτησα μάταια τις τελευταίες αποτυχημένες απόπειρες ποίησης. Κι αντί για στάχτη, βρήκα στις τσέπες σου νεκρά τριζόνια απ' το περασμένο καλοκαίρι»;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Έτσι μπράβο...
Post a Comment