Monday, 3 February 2014

Οι δικές τους σιωπές δεν ήταν επώδυνες, αμήχανες ή μεθοδευμένες. Δεν τριγυρνούσαν σαν πεινασμένες ύαινες με μεγάλα μάτια στην ηλεκτρισμένη από την ξηρασία στέπα.

Δεν οικειοποιούνταν ξένα πάθη σαν φτωχοί απατεώνες. Δεν γύρευαν αποφάγια στις χωματερές αισθημάτων έξω από τις παραγκουπόλεις. Δε ζητιάνευαν δικαιολογίες ζεστασιάς στους αεραγωγούς των εργοστασίων.

Δεν έπεφταν θύμα αρπακτικών παρερμηνειών και ιδιοτελών προθέσεων. Δεν αλληλοσπαράσσονταν από μίσος και ανάγκη.

Οι σιωπές τους γουργούριζαν γαλήνια στρογγυλοκαθισμένες μπροστά στο τζάκι. Χορτάτες, απαλές, εύγλωττες σιωπές με ήσυχη συνείδηση. Μύριζαν κανέλλα και καβουρδισμένη ζάχαρη.

Αντανακλούσαν το φως αντί να το απορροφούν. Καθησύχαζαν αντί να αποξενώνουν. Βαριές, γεμάτες σιωπές, αλλά συγχρόνως ανάλαφρες σαν φτερά μικροσκοπικού λευκού πουλιού, που ιριδίζουν στον ήλιο.

1 comment:

Maurice Labrador said...

και η σιωπή ποίηση είναι
μια προτετελεσμένη σύνθεση
οι ωτοασπίδες μάλλον παράταιρες
σσσσσσσσσσσσσσσουτ...
μόνο τη φύση άκου
παραμένει