Mόλις ήχησαν οι πρώτες νότες της σιωπηλής μελωδίας, το σούρουπο πάγωσε και έσπασε σε χιλιάδες μικροσκοπικά θραύσματα, που σκόρπισαν παντού και άρχισαν να λιώνουν καθώς προσπαθούσαμε να τα μαζέψουμε.
«Έχει γεύση παγωτό σοκολάτα!», φώναξες. Έγλειφες τα δάχτυλα σου και γελούσες. Τα χείλη σου είχαν βαφτεί μωβ, πορτοκαλί και σκούρο γαλάζιο.
Ξυπνήσαμε σε μια έρημη ακρογιαλιά λίγο πριν ξημερώσει. «Εδώ μπορεί επιτέλους να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το ηλιοβασίλεμα από την ανατολή», σου είπα, ελπίζοντας ίσως πως υπήρχε ακόμα χρόνος για την εκπλήρωση μιας μισοξεχασμένης παιδικής υπόσχεσης.
Στα μάτια σου, βλέπεις, κάποτε είχα δει για πρώτη φορά τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται απαλλαγμένος από την τερατόμορφη μάσκα του. Αλλά δεν ήξερες πια να μιλάς, με κοιτούσες αδιάφορα ώσπου ο πρωινός ήλιος έδιωξε τις σκιές και κατάλαβα πως δεν ήσουν παρά ένας αντικατοπτρισμός της κουρασμένης φαντασίας μου.
Πίσω μου, στο ενεχυροδανειστήριο συναισθημάτων, συνωστίζονταν ήδη οι πρώτοι απογοητευμένοι της ημέρας που, αγνοώντας την πινακίδα «αιωνιότητες δεν γίνονται δεκτές», ζητούσαν να ανταλλάξουν τα σκονισμένα «για πάντα» της νιότης τους με ένα αυτοκίνητο ή ένα σπίτι στην εξοχή.
Γεννιόμαστε στη σκιά της απώλειας, μεγαλώνουμε κυνηγώντας χίμαιρες, πεθαίνουμε χωρίς ποτέ να σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο απογυμνωμένοι από προφάσεις και προσχήματα, σου είχα γράψει σε ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Ακόμα κι αν τα έδινες όλα, πως θα μπορούσαν να είναι αρκετά;
Όμως πριν η μορφή σου σβηστεί οριστικά από την οθόνη της συνειδητότητας σε άκουσα, το ορκίζομαι, να ψιθυρίζεις...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment