Τα παιδιά σε εκείνη την πόλη είχαν εφεύρει ένα συναρπαστικό παιχνίδι: Ανέβαιναν στην ταράτσα της εγκαταλειμμένης οικοδομής, έδεναν ένα μαντήλι στα μάτια τους και περιστρέφονταν με ταχύτητα, ώσπου σωριάζονταν λαχανιασμένα στο τσιμέντο.
Καθώς ο καιρός περνούσε, ο ανταγωνισμός μεγάλωνε, το παιχνίδι αγρίευε και οι κανόνες γίνονταν συνεχώς πιο αυστηροί. Στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο κοντά στην άκρη. Κανένας ενήλικας δεν προσπάθησε ποτέ να τα εμποδίσει- ήταν την ώρα που οι γονείς τους παρακολουθούσαν τις βραδινές ειδήσεις.
Μια μέρα, ένα αγόρι με ατίθασες σκουρόχρωμες μπούκλες παραπάτησε, έμεινε για μια στιγμή μετέωρο πάνω από το χάσμα κι ύστερα έπεσε, ολοκληρώνοντας τον τελευταίο του στροβιλισμό στον αέρα.
Τα υπόλοιπα παιδιά έμειναν εκεί ως αργά τη νύχτα, πολύ τρομαγμένα για να περάσουν από το σημείο της πρόσκρουσης. Κανένας δεν τα αναζήτησε- ήταν η ώρα, που οι γονείς τους ήταν αφοσιωμένοι στις ταινίες των 9, τα αγαπημένα τους σίριαλ και τα ριάλιτι με ήρωες επίδοξους τυμβωρύχους.
Οταν βγήκε το φεγγάρι, πήραν όλα μαζί την ίδια απόφαση χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Ένα ένα άρχισαν να στροβιλίζονται, να πηδούν ψηλά και να πέφτουν στο κενό.
Αυτή τη φορά, κρατούσαν τα μάτια τους ορθάνοιχτα για να μη χάσουν ούτε δευτερόλεπτο της πτώσης- και κυρίως τη στιγμή της τελικής ιπτάμενης πιρουέτας πάνω από τα φώτα, τους δρόμους και τις κεραίες.
Τα παιδιά εκείνης της πόλης δεν τα βρήκαν ποτέ. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως δεν τα αναζήτησε κανένας. Είχαν μεσολαβήσει οι μέρες των προσφορών στις συνδρομές δορυφορικής τηλεόρασης.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment