Κάπως αργά ανακάλυψα ότι ο κόσμος σου ήταν χωρισμένος σε μαύρα και άσπρα τετράγωνα. Η παρτίδα είχε ξεκινήσει προ πολλού. Σχεδίαζες στρατηγικά τις κινήσεις σου, γνώριζες εκ των προτέρων κάθε πιθανή έκβαση. Ο έλεγχος ήταν απόλυτος, το τέλος προδιαγεγραμμένο.
Τα αυθόρμητα ξεσπάσματα μου ελάχιστα χρησίμευαν απέναντι στην αδυσώπητη ψυχραιμία σου. Μάταια έθαβα νάρκες συναισθήματος κάτω από τις λευκές πλάκες- το άλογο σου τις υπερπηδούσε με χάρη, ενώ το δικό μου προσγειωνόταν απρόσεχτα πάνω τους.
Θυσίαζα τη βασίλισσα μου για να σώσω ένα αθώο πιόνι- δεν του άξιζε ένας τόσο πρόωρος θάνατος-, κι εσύ την απομάκρυνες από το πεδίο της μάχης χωρίς δισταγμό, χωρίς καν να αναρωτηθείς γιατί.
Δεν απόρησες ούτε όταν άφησα το βασιλιά μου απροστάτευτο- λαχταρούσα να τον πλησιάσεις, μπροστά στις στρατιές σου δεν ένιωθα φόβο, μόνο ανατρίχιαζα από ανυπομονησία στη σκέψη της μοιραίας επαφής.
Δέχτηκες τη νίκη σου ήρεμα, χωρίς ίχνος έπαρσης, σαν κάτι το αναπόφευκτο. Φεύγοντας, μου χάρισες ένα απροσδόκητο δώρο: Τώρα πια είμαι άτρωτη. Η σκιά της απουσίας σου βυθίζει όλες τις άλλες απώλειες στο σκοτάδι.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment