Tuesday 31 December 2013

Ρουα ματ

Κάπως αργά ανακάλυψα ότι ο κόσμος σου ήταν χωρισμένος σε μαύρα και άσπρα τετράγωνα. Η παρτίδα είχε ξεκινήσει προ πολλού. Σχεδίαζες στρατηγικά τις κινήσεις σου, γνώριζες εκ των προτέρων κάθε πιθανή έκβαση. Ο έλεγχος ήταν απόλυτος, το τέλος προδιαγεγραμμένο.

Τα αυθόρμητα ξεσπάσματα μου ελάχιστα χρησίμευαν απέναντι στην αδυσώπητη ψυχραιμία σου. Μάταια έθαβα νάρκες συναισθήματος κάτω από τις λευκές πλάκες- το άλογο σου τις υπερπηδούσε με χάρη, ενώ το δικό μου προσγειωνόταν απρόσεχτα πάνω τους.

Θυσίαζα τη βασίλισσα μου για να σώσω ένα αθώο πιόνι- δεν του άξιζε ένας τόσο πρόωρος θάνατος-, κι εσύ την απομάκρυνες από το πεδίο της μάχης χωρίς δισταγμό, χωρίς καν να αναρωτηθείς γιατί.

Δεν απόρησες ούτε όταν άφησα το βασιλιά μου απροστάτευτο- λαχταρούσα να τον πλησιάσεις, μπροστά στις στρατιές σου δεν ένιωθα φόβο, μόνο ανατρίχιαζα από ανυπομονησία στη σκέψη της μοιραίας επαφής. 


Δέχτηκες τη νίκη σου ήρεμα, χωρίς ίχνος έπαρσης, σαν κάτι το αναπόφευκτο. Φεύγοντας, μου χάρισες ένα απροσδόκητο δώρο: Τώρα πια είμαι άτρωτη. Η σκιά της απουσίας σου βυθίζει όλες τις άλλες απώλειες στο σκοτάδι.

Friday 27 December 2013

Στους σιωπηλούς χριστουγεννιάτικους δρόμους της πόλης τεντώνονται αγουροξυπνημένα τα ανεκπλήρωτα. Οι σκέψεις αμοιβαιότητας φωλιάζουν στα τηλεπαθητικά αδιέξοδα.

Οι άνθρωποι ερωτεύονται ο ένας τον άλλο με την παραφορά, που γεννά η επίγνωση του θανάτου. Προδίδουν με την τρυφερή εγκατάλειψη της ματαιότητας.

Στους εφιάλτες τους, οι κλεψύδρες ουρλιάζουν σαν φοβικοί ραγισμένοι καθρέφτες. Γλυκιά ειρωνεία, να πεθαίνεις αθόρυβα από έκσταση και φρίκη στην αυγή μιας καινούριας χιλιοπαιγμένης εποχής...

Monday 23 December 2013

Με τα χρόνια καταλάβαμε πως η χειρότερη επίθεση είναι η άμυνα. Φθείρει ανεπανόρθωτα ό,τι αγγίζει και κυρίως εκείνον, που οχυρώνεται για να προστατευτεί από όσους επιχειρούν να τον προσεγγίσουν, χωρίς ποτέ να μαθαίνει αν οι προθέσεις τους ήταν όντως εχθρικές.

Καθώς παρακολουθούσες τη μεγάλη παράσταση του ηλιοβασιλέματος, ένα όνειρο ξέφυγε από το χέρι σου, πέταξε ψηλά και εξαφανίστηκε στον ορίζοντα σαν τα μπαλόνια, που ικετεύαμε να μας αγοράσουν όταν ήμασταν παιδιά, αρνούμενοι να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος.

Η χειρότερη άμυνα: Να κρατάς πολύ σφιχτά στο χέρι σου το μικρό σου θησαυρό, μέχρι που η κούραση σε αναγκάζει να χαλαρώσεις για μια στιγμή τα δάχτυλα σου και το πολύτιμο νήμα γλιστρά απαλά μέσα από την ιδρωμένη παλάμη σου με κατεύθυνση το άπειρο- μια ανεπαίσθητη κουκκίδα στον ουρανό κι ύστερα τίποτα.

Μια νύχτα ονειρεύτηκες πως η αντανάκλαση του φεγγαριού στη θάλασσα οδηγούσε στο νησί, όπου προσγειώνονται τα χαμένα μπαλόνια όλου του κόσμου.

Friday 20 December 2013

Κάτι από παλιά...

Για μας, που δε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς έρωτα και χωρίς ποίηση,
για μας, η σιωπή ραγίζει εκεί που αρχίζει να επιβάλλεται.
Το σκοτάδι γελάει παιχνιδιάρικα στους πιο φριχτούς μας εφιάλτες.
Για μας, αμέτρητες εποχές γλίστρησαν
μέσα απ’ τα δάχτυλα μιας μέρας,
χίλιες ζωές σκόρπισαν τις στάχτες τους
στις γκρίζες στέπες της προσδοκίας.

Οι λύκοι δε μένουν πια εδώ, ούτε τ’ αγρίμια δε ζυγώνουνε.
Μοχθηρά οι πόλεις γιγαντώνονται
γύρω απ’ τα πάρκα των στοχασμών μας.
Με τον καιρό 'λιώσαν οι φτέρνες μας
στα καλντερίμια της ελπίδας,
ενώ εκείνο που μας έταξαν θα 'ναι για πάντα μακρινό.

Κι όμως, για μας, που δεν αντέχουμε χωρίς φωτιά και χωρίς δάκρυα,
για μας που αργοπεθαίνουμε χωρίς κρασί και χωρίς θλίψη,
η νύχτα μαζεύει το αβάσταχτο πέπλο της πριν μας μαγέψει,
ο ήλιος, βουβός, μας στεγνώνει τα βλέφαρα μετά τις καταιγίδες.

Για μας που αναλωθήκαμε στην αγωνία της νιότης
φλερτάροντας το θάνατο,
όσο γερνάνε οι ψυχές μας, τ’ αστέρια ραίνουνε με φως
τη ντροπαλή μας παιδικότητα.

(2011)

Tuesday 17 December 2013

Σήμερα το Φάληρο μυρίζει βροχή και σοκολάτα από τις σοκολατοβιομηχανίες της Πειραιώς. Ύστερα τα καλύπτει όλα η μπόχα του Κηφισού. Η Αθήνα αγαπάει τα ποτάμια της. Παίρνω εκδίκηση αναγκάζοντας τα αυτοκίνητα να σταματούν στις διαβάσεις.

Για λίγο ακολουθώ ένα αγόρι με κιθάρα στην πλάτη- παλιά συνήθεια. Στην πραγματικότητα, απλώς διανύουμε την ίδια διαδρομή. Οταν για μια στιγμή αφαιρούμαι, στρίβει σε ένα στενό και εξαφανίζεται. Το ερμηνεύω ως σημάδι από το σύμπαν.

Μια λεπτή, σχεδόν αόρατη βροχή με μουσκεύει ύπουλα. Κρυώνω. Κι όμως εκείνο το βράδυ μου αποκάλυψες ότι ακόμα θυμόμαστε πως να κρατάμε τον χειμώνα απ’ έξω.

Ηθελα να αποστάξω το αποτύπωμα του προσώπου σου στο μαξιλάρι για να μεθάω από νοσταλγία τις παγωμένες νύχτες που θα ΄ρθουν.

Thursday 12 December 2013

Ας αρχίσουμε επαναφέροντας το πραγματικό νόημα ορισμένων παρεξηγημένων εννοιών: Το αντίθετο της λογικής δεν είναι η τρέλα, ούτε- φυσικά- το συναίσθημα, αλλά η ελπίδα.

Όταν προσπαθώ να της δώσω ένα ανθρώπινο πρόσωπο, την φαντάζομαι σαν το γιατρό, που είχαν πάντοτε μαζί τους οι βασανιστές, μην τυχόν και τα θύματα τους κατάφερναν να ξεφύγουν πεθαίνοντας πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Το αντίθετο του έρωτα δεν είναι το μίσος, ούτε η απέχθεια, αλλά η γαλήνια σιωπηλή αδιαφορία. Τα πιο εξελιγμένα ανθρωποειδή αναμφίβολλα θα έχουν απαλλαγεί από την ενοχλητική τάση να ερωτεύονται ερήμην.

Δεν είσαι σύμβολο πια, έγινες κάτι ακόμα πιο άυλο: μια ιδέα. Αντιλαμβάνομαι πως δεν μπορώ να απαλλαγώ από τις εμμονές μου γιατί είναι ο τελευταίος κρίκος που με συνδέει μαζί σου- ερήμην, βέβαια.

Sunday 8 December 2013

Ναι, ο χειμώνας και η νύχτα μεγεθύνουν τις αποστάσεις επ' άπειρον. Αδιαπέραστα τείχη χωρίζουν το Μέσα από το Έξω, τη θαλπωρή μιας βιβλιοθήκης από την παγερή ερημιά των δρόμων, το μικρόκοσμο του εσωτερικού πυρήνα από την αφιλόξενη απεραντοσύνη, όπου κατοικούν οι Άλλοι.

Κοινώς, η εγγύτητα εξακολουθεί να υπολογίζεται με μονάδες μέτρησης θερμότητας και επί του παρόντος η θερμοκρασία κυμαίνεται σε χαμηλά για την εποχή επίπεδα.

Ωστόσο, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας: Όπως ορισμένα δέντρα, έτσι κάποιοι άνθρωποι χάνουν το φύλλωμα τους το φθινόπωρο και παραμένουν σκιές του εαυτού τους έως την άνοιξη, όταν αρχίζουν σιγά σιγά να ανθίζουν.

Υπάρχουν, βέβαια, και τα λεγόμενα μονοετή φυτά, στα οποία δεν προσφέρεται η υπόσχεση της αναγέννησης. Ο μαρασμός είναι οριστικός. Ίσως, όμως, διανύουν κι αυτά στη διάρκεια της ζωής τους αμέτρητες μικρές εποχές, που δεν γίνονται αντιληπτές από τα ανθρώπινα αισθητήρια όργανα.

Κατά συνέπεια, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία καθορίζεται από το εκάστοτε μετρητικό σύστημα- η αιωνιότητα είναι θέμα προοπτικής.

Tuesday 3 December 2013

«Aνήκω σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που, όταν βλέπουν μπροστά τους το προειδοποιητικό σήμα για αδιέξοδο, συνεχίζουν ευθεία, ίσως πατώντας μια ιδέα περισσότερο το γκάζι.» Κάπως έτσι άρχιζε το γράμμα.

«Πιο πολύ λατρεύω τα δευτερόλεπτα λίγο πριν τη σύγκρουση, όταν δεν μπορώ να απαλλαγώ από την παράλογη, αλλά εξαιρετικά επίμονη σκέψη πως αυτή τη φορά μπορεί επιτέλους να καταφέρω να περάσω μέσα από τον τοίχο, αλώβητος.

«Αυτό που απεχθάνομαι είναι οι τελείες. Από τα σημεία στίξης προτιμώ τα ερωτηματικά, κι όταν καμιά φορά το χέρι μου σχηματίζει αφηρημένα μια κουκκίδα στο τέλος κάποιας πρότασης, αμέσως προσθέτω άλλες δύο. Με αυτές τις μικρές αποσιωπήσεις τρέφονται τα φαντάσματα, που με ακολουθούν παντού.

«Μου λείπεις, ξέρεις. Το πρόβλημα είναι πως η απουσία σου αλλάζει συνέχεια σχήμα και δεν μπορώ να βρω την κατάλληλη παρουσία για να γεμίσει το κενό. Όλα τα Eσύ της ζωής μου μπλέκονται μεταξύ τους και δεν έχω ιδέα πια τι αναζητάω.

«Θέλω να σπάσω σε μικροσκοπικά κομματάκια τις στιγμές μας και να τα αφήνω ένα ένα να λιώνουν στο στόμα μου, γλυκόπικρα σαν μαύρη σοκολάτα. Έτσι ίσως να κρατήσουν περισσότερο τα υπολείμματα των αναμνήσεων και να μην χρειαστεί να βγω στους δρόμους για ανεφοδιασμό.»

Το γράμμα μάζευε για καιρό σκόνη στο τραπέζι, ώσπου μια κρύα νύχτα κάποιος το πέταξε στο τζάκι μαζί με τις εφημερίδες. Άλλωστε, κανένας δεν στέλνει επιστολές στην εποχή μας- μόνο οι δημόσιες υπηρεσίες και οι φυλακισμένοι.

Wednesday 27 November 2013

Ροζ

Όλα ξεκίνησαν με ένα τριαντάφυλλο στο χρώμα της ειρωνείας.

Εκ των υστέρων, σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερο να το είχα αποξηράνει, διατηρώντας έτσι την αποστεγνωμένη ανάμνηση του στον αιώνα τον άπαντα, αντί να αλλάζω τρυφερά το νερό μέρα παρά μέρα, απλώς παρατείνοντας το μαρτύριο.

Στο τέλος, αναπόφευκτα, αναγκάστηκα να μαζέψω ένα ένα τα πεσμένα ροδοπέταλα, που έκανα πως δεν έβλεπα, και να τα πετάξω με συνοπτικές διαδικασίες στα σκουπίδια.

Έτσι κι αλλιώς, ο θάνατος του ήταν προδιαγεγραμμένος πριν καν φτάσει στο κατώφλι μου, συνοδευόμενο από το αρμόζον πλάγιο χαμόγελο. Ως σύμβολα του έρωτα, τα λουλούδια είναι πράγματι ιδανικά.

Τώρα, στη θέση του βάζου περιφέρεται μια φράση του Ντουρρούτι. Νομίζω πως προτιμώ τη νέα διαρρύθμιση, προτιμώ να ανήκω στη γενιά των απομνημονευμένων αποφθεγμάτων και της συναισθηματικής ανεπάρκειας, παρά σε αυτή των προμελετημένων θεατρικών χειρονομιών.

Συνέχεια περιμένω να μου πεις, κουράστηκα με τα ρομαντικά στιχάκια σου και τις ωδές στην αυτολύπηση. Κάτω απ' την άσφαλτο το χώμα ήδη φλέγεται, ας λατρέψουμε πάλι απ' την αρχή τους καυτούς δρόμους, ουρλιάζοντας με οργισμένη έκσταση.

Ακόμα σωπαίνεις- άραγε γιατί θεωρούμε δεδομένο πως η σιωπή γίνεται αισθητή με την ακοή; μοιραίο λάθος, τη σιωπή την αντιλαμβάνεσαι με όλες τις αισθήσεις-, μα εγώ θα περιμένω.

Κι όταν έρθεις ξανά στην πόρτα μου, δεν θέλω ανθοδέσμες, όχι άλλα δολοφονημένα τριαντάφυλλα, να φέρεις μόνο τα κουτιά με τις μπογιές σου. Θέλω να χρωματίσουμε μαζί τον κόσμο έξω από το παράθυρο μου.

Thursday 21 November 2013

Τον τελευταίο καιρό συνέχεια χάνω τον εαυτό μου. Τον συναντάω τυχαία στον ηλεκτρικό, να χαζεύει έξω από το παράθυρο. Σε πολιτικές συζητήσεις, να αγορεύει με πάθος, αλλά χωρίς ιδιαίτερη πεποίθηση.

Τον παρατηρώ, όταν νομίζει πως δεν τον βλέπουν, να νιαουρίζει στις γάτες, να χαμογελάει στα σκυλιά ή να απομακρύνει από το πεζοδρόμιο τα σαλιγκάρια πριν τα πατήσει κάποιος αδιάφορος περαστικός.

Οι πράξεις του μου είναι συχνά ακατάληπτες, οι σκέψεις του μου διαφεύγουν, όμως καμιά φορά μοιραζόμαστε το ίδιο όνειρο, όπως προχθές, σε ένα ειδυλλιακό νησί των τροπικών σαν αυτά, που στόλιζαν παλιά τις βιτρίνες των τουριστικών πρακτορείων.

Περπατούσαμε στην άμμο μαγεμένοι από την ομορφιά του τοπίου, ώσπου ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε πως τα καταγάλανα νερά είχαν αρχίσει να στερεοποιοιούνται- δεν ήταν παγωμένα, μόνο ακίνητα, και η ακινησία επεκτεινόταν απειλητικά γύρω μας.

Τρομαγμένοι, απομακρυνθήκαμε από την ακτή. Ανάμεσα στα δέντρα ανακαλύψαμε τα αγάλματα- μια οικογένεια ιθαγενών με γυάλινα μάτια, πετρωμένη σε μια συνηθισμένη στιγμή καθημερινότητας.

Θύμιζαν τις μουμοιοποιημένες μορφές της Πομπηίας, μόνο που τα χαρακτηριστικά τους είχαν διατηρηθεί άθικτα και ίχνη λάβας δεν διακρίνονταν πουθενά.

Τότε αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τι είχε συμβεί: Σε αυτόν τον μικρό παράδεισο, ο χρόνος είχε σταματήσει, οι κάτοικοι του είχαν περάσει στη σφαίρα της αιωνιότητας, μόνο που η περιβόητη αθανασία έμοιαζε πολύ με το θάνατο. Για την ακρίβεια, ήταν θάνατος- ένας σιωπηλός, αμετάκλητος θάνατος, σαν όλους τους θανάτους.

Το πρωί πήραμε πάλι ο καθένας το δρόμο του, κουβαλώντας μέσα μας, βαριά, τη γνώση: Στην χώρα της αθανασίας, όλοι οι άνθρωποι έχουν πεθάνει προ πολλού.

Sunday 17 November 2013

Διαίσθηση (ή Yστερόγραφο μιας περαστικής οδοντόβουρτσας)

Ξαπλωμένη δεξιά απ' το νιπτήρα
σε ασφαλή απόσταση απ' το φιλόξενο πλαστικό ποτηράκι
από διακριτικότητα ή δισταγμό
ή- μάλλον- για να θυμίζει πως η παρουσία της ήταν προσωρινή.
Το πρόσωπο κρυμμένο πίσω απ' το αδιαφανές καπάκι της
από αιδημοσύνη ή ανασφάλεια
ή- μάλλον- σαν κάποιος που στέκει δίπλα στην εξώπορτα
πάντα φορώντας το καπέλο του
έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσει.
Όπως και έγινε, ένα καθ' όλα συνηθισμένο πρωινό,
χωρίς αναγγελίες ή εξηγήσεις,
τόσο αθόρυβα, που η απουσία της έγινε αντιληπτή ώρες αργότερα.
Παράξενο. Γιατί καταλάμβανε αρκετό χώρο
έτσι γερμένη στο πλάι, διαγώνια στον κάτασπρο πάγκο
δεξιά απ' το νιπτήρα- απ' την πλευρά της πόρτας-,
με ανεξιχνίαστες προθέσεις και το σκληρό της προσωπείο.

Ναι, τελικά πρέπει να καταλάμβανε πολύ χώρο,
γιατί στο κενό που άφησε πίσω της
βυθίζονται ακόμα οι σκέψεις μου
πρωί μεσημέρι βράδυ.

Thursday 14 November 2013

Δρομολόγιο Νο. 4118

Προσχέδιο δοκιμίου για την ημιτελή εξοικείωση.

Στην αποβάθρα το ρολόι σταματημένο στις 8 και 10.
Κλέβω ενθάρρυνση απ’ το τηλεφώνημα μιας άγνωστης.
Δε βρίσκω στιλό και η έμπνευση χάνεται.

Μετά πάλι θα αναρωτιέσαι τι εννοώ κι εγώ θα 'χω ξεχάσει.

Sunday 10 November 2013

Διάσπαση

Ως άξιος εκπρόσωπος της γενιάς μου έχω από καιρό πάψει να ονειρεύομαι. Εξακολουθώ όμως να θρυμματίζομαι σαν τις βιοδιασπώμενες πλαστικές σακούλες, σαν τα ποτήρια που χρησιμοποιούν στα μπαρ- ακόμα κι όταν σπάνε είναι επικίνδυνα μόνο για τον εαυτό τους-, λόγω υπερβολικής έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία της ελπίδας.

Στις μέρες μας, είναι δύσκολο να βρεις αυθεντικά σύμβολα, έχει πλημμυρίσει η μαύρη αγορά με απομιμήσεις. Έχω κουραστεί κι εγώ να ερμηνεύω- σημαίνει σου λέω, κι εννοώ συμβαίνει. Τόσα χρόνια χορτάσαμε σημάδια, τώρα θα πουλούσαμε και την ψυχή μας για ένα απτό αδιαμφισβήτητο συμβάν.

Νυχτώνει νωρίς πια. Παρηγοριέμαι υφαίνοντας χίμαιρες ή λουφάζω κάτω απ΄το πάπλωμα της μνήμης. Δεν πλαστήκαμε εμείς για βεβαιότητες, ξέρεις...

Wednesday 6 November 2013

Tη νύχτα σε ξυπνούν οι αστραπές. Φθινόπωρο. Το πρωί βγαίνεις έξω και περπατάς στη βροχή τραγουδώντας δυνατά. Όταν ο νοτιάς απειλεί να διαλύσει την ομπρέλα σου, την κλείνεις και τσαλαβουτάς στις λακούβες χαμογελώντας απτόητος.

Ύστερα, νιώθεις ξαφνικά το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια σου να υποχωρεί. Αρκεί μια μικρή ανατροπή, μια απρόσμενη απογοήτευση, ένα μήνυμα από το κοντινό υπερπέραν για να σε βυθίσει στο γνώριμο σκοτάδι της αυτολύπησης.

Αδύναμο ανθρωπάκι, πάλι θεμελίωσες την ευτυχία σου πάνω στις κρυπτογραφημένες προθέσεις των αναποφάσιστων περαστικών, ψιθυρίζεις στον εαυτό σου καθώς αποπειράσαι να αρπαχτείς από έναν αντιπερισπασμό, ένα άλλοθι, μια κάποια προσομοίωση λήθης.

Στο τέλος, αρχίζεις ξανά να θυμάσαι. Εσύ δεν ήσουν που διακήρυσσες τη σημασία της έκθεσης στα συναισθήματα, που ορκιζόσουν πως αδιαφορούσες για τις στρατηγικές διατήρησης του ελέγχου;

Εσύ δεν ήθελες να στέκεσαι απροστάτευτος κάτω από τον ήλιο και το χαλάζι, να σε αγγίζουν οι πιο αδιόρατες πτώσεις βαρομετρικού, αντί να υψώνεσαι σαν απρόσιτο παγόβουνο μέσα σε μια ερημική θάλασσα ψυχραιμίας;

Εσύ δε λαχταρούσες να βιώνεις τη θλίψη, την απόγνωση, το θυμό, τον ενθουσιασμό, την ευφορία, τον πόνο, την τρέλα σαν τη μία και μοναδική αλήθεια;

Τώρα γιατί δειλιάζεις μπροστά στο Άγνωστο- το ανεξέλεγκτο, αδηφάγο, υπέροχο Άγνωστο, που νοσταλγούσες;

Monday 4 November 2013

Θα έπρεπε να υπάρχει ένα όνομα για την υπαρξιακή αγωνία των δευτεριάτικων πρωινών. Είναι ένα συναίσθημα στο χρώμα του χάους- μαύρο του σκότους με αραχνοειδείς μωβ ανταύγειες. Έχει γεύση μετάλλου, που υποχωρεί μόνο μετά το τρίτο φλυτζάνι καφέ, και την υφή της μοναξιάς.

Αναζητώ καταφύγιο σε διάφανες φυσαλίδες ρουτίνας, σε μικρές ιεροτελεστίες, στη μουσική, τα βιβλία και τις αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας. Κάπως έτσι επιβιώνω ως το βράδυ. Τότε μπορώ να αρχίσω πάλι να ζω τροφοδοτούμενη από την προσδοκία της παρασκευής.

Είναι μια υποφερτή πραγματικότητα, μόνο που ώρες ώρες νιώθω πως οι μέρες γλιστρούν μέσα απ' τα δάχτυλα μου. Το παρόν μονίμως μου διαφεύγει, προχωρώ είτε με το κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω, είτε μισοκλείνοντας τα μάτια μήπως και καταφέρω να διακρίνω τι παραμονεύει μετά την επόμενη στροφή.

Θα ήθελα να σου μιλούσα για όλα αυτά, ξέρεις, όμως δεν έχεις ακόμα αποκτήσει υπόσταση στη φαντασία μου. Καταδιώκομαι από τα αναπάντητα ερωτήματα, που μου επιστρέφει κάθε πρωί ο ταχυδρόμος- άγνωστος πραλήπτης, διαβάζω στο φάκελο, και σκέφτομαι πως ίσως είναι καλύτερα έτσι.

Γιατί να λαχταράμε τη λεκτική επιβεβαίωση, όταν οι πράξεις στέλνουν πιο ηχηρά μυνήματα; Πηγα λοιπόν να αγοράσω ένα λεξικό πράξεων. Ποιάς σχολής θέλετε, με ρώτησαν, γιατί οι ειδικοί δεν έχουν μέχρι στιγμής καταλήξει σε ένα ενιαίο σύστημα αποκωδικοποίησης.

Εναλλακτικά, μου πρότειναν να προμηθευτώ ένα υπερσύγχρονο ερμηνευτικό μικροσκόπιο. Εχω, τους είπα, αλλά υποψιάζομαι πως η επιθυμία θολώνει το κρύσταλλο: με το αριστερό μάτι βλέπω πάντα αυτό που θέλω να δω, με το δεξί αυτό που φοβάμαι...

Saturday 26 October 2013

Όταν η σιωπή παύει να μας προσφέρει καταφύγιο, αναζητάμε διέξοδο στις λέξεις. Είναι μια λύση ανάγκης, όμως οι λέξεις μπορούν πράγματι να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή ενός προστατευτικού τείχους ανάμεσα στον έξω κόσμο και τον εύθραυστο εσωτερικό πυρήνα- ένα τείχος αρκετά αποτελεσματικό, αν και κάπως φλύαρο.

Οι λέξεις. Ναι, οι αδύναμες, φθαρμένες μας λέξεις. Ύστατες απόπειρες επαφής, όταν τα μέσα ουσιαστικής επικοινωνίας αποτυγχάνουν. Οριοθετούν χωρίς να περιγράφουν. Υποδηλώνουν χωρίς να αποκαλύπτουν. Ερμηνεύουν και ερμηνεύονται αέναα.

Λέξεις που μας ανακουφίζουν ή μας ρίχνουν στην άβυσσο. Στα κενά ανάμεσα τους, ο κάθε συνομιλητής διακρίνει μόνο τις δικες του αλήθειες. Βολική ή άβολη αλήθεια, αλήθεια της γαλήνης ή τις φωτιάς.

Διψάμε για λέξεις, όπως η έρημος διψάει για βροχή, ενώ στο βάθος γνωρίζει πως μια πλημμύρα θα κατέστρεφε οριστικά το εύθραυστο οικοσύστημα της, την απόκοσμη ομορφιά των άνυδρων τοπίων της, την ίδια της την ερημική φύση.

Saturday 19 October 2013

Αντλιοστάσιο

Τετριμμένες εικόνες- σύννεφα στα χρώματα της δύσης, η αντανάκλαση της πανσελήνου στη θάλασσα- σε κομματιάζουν με την απρόσιτη ομορφιά τους. Ακούς μέσα σου κάτι να σπάει. Αναρωτιέσαι αν έχει διασωθεί κάποιο ξεχασμένο υπόλειμμα καρδιάς.

Είναι δυνατόν; Δεν είχε γίνει σκόνη την εποχή των παγετώνων; Δεν είχε λιώσει από τη λάβα των δακρύων; Δεν είχε ανατιναχθεί από έρωτα και τρόμο όταν ακόμα πίστευες στα παραμύθια;

Δεν είχε γλιστρήσει από το χέρι σου στον υπόνομο όταν προσπάθησες να την προσφέρεις σε έναν άγνωστο με σφιγμένα χείλη;- Όχι. Όχι ευχαριστώ, είχε απαντήσει, ευγενικά κι αμείλικτα.

Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Ποιά η χρησιμότητα μιας καρδιάς στις μέρες μας; Δεν μπορείς να τη μετατρέψεις σε ράβδους χρυσού, ούτε να την ανταλλάξεις με ένα απαστράπτον γρήγορο αυτοκίνητο.

Κανένας δεν θέλει να τη φορτωθεί- η αποδοχή μίας καρδιάς ισοδυναμεί με μία σιωπηλή δέσμευση, μιά υπόσχεση ανταλλάγματος, μιά αόρατη θηλιά στο λαιμό σου.

Η επιστήμη, εξάλλου, έχει προ πολλού αποδείξει πως δεν πρόκειται παρά για μια σάρκινη αντλία αίματος. Ως τέτοια, τα καταφέρνει αρκετά καλά στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.

Κι ο πόνος; Ο πόνος, φτωχέ συνοδοιπόρε με τις παρωχημένες αντιλήψεις, είναι απλούστατα μια από τις ταινίες, που λατρεύει να προβάλλει στο εσωτερικό των βλεφάρων σου αυτός ο άθλιος σαμποτέρ, ο εγκέφαλος.

Saturday 12 October 2013

Πότε ένας άνθρωπος γίνεται σύμβολο; Και πότε ένα σύμβολο ξαναγίνεται άνθρωπος; Μας στοιχειώνουν τα ζωντανά περιφερόμενα σύμβολα όσων δεν θα μπορέσουμε να αγγίξουμε ποτέ. Αναζητάμε διεξόδους σε ερειπωμένες πεζογέφυρες πάνω από την εθνική οδό.

Σκέψεις που μας τρομάζουν, τρόμοι που μας δίνουν έναυσμα για σκέψη- αντιφάσεις που αντιστρέφονται και αντιστροφές που αντιφάσκουν. Εναντιωνόμαστε σε έναν ρηχό κόσμο χωρίς αντιθέσεις.

Μην πιστέψεις πως έχεις τη μία και μοναδική απάντηση. Όλοι βλέπουν διαφορετικά χρώματα και ακούν διαφορετικές σιωπές. Αν υπάρχει ανθρώπινη φυσή, σίγουρα αποτελείται κατά τρία τέταρτα από ανεκπλήρωτους πόθους και κατά ένα τέταρτο από βία.

Οι ήχοι που κυριαρχούν στην ιστορία ανθρωπότητας: το κλάμμα ενός νεογέννητου, το γέλιο ενός είρωνα, εκατομμύρια κραυγές πολέμου. Υμνούμε τη γαλήνη ακριβώς επειδή λαχταράμε ότι μας διαφεύγει.

Τη νύχτα αγωνιάς σιωπηλά. Ο χρόνος διαστέλλεται. Ενας καυτός άνεμος σαρώνει τα μολυσμένα θραύσματα της ελπίδας: Νοτιοεμμονικός. Η αναμονή είναι ο χειρότερος οιωνός για σένα, που ξέρεις πια να διαβάζεις τα σημάδια- ή νομίζεις πως ξέρεις.

Άραγε σε ποια φράση θα σε διακόψει η άφιξη του ονείρου; Ή μάλλον όχι, η άφιξη της συντριβής του ονείρου, το πεπρωμένο το ίδιο. Ποιό πικρό τέλος σε δελεάζει πιο πολύ;

Προδιαγράφεις εξαρχής την απογοήτευση. Αυτός είναι, γνωρίζεις βαθιά μέσα σου, ο τρόπος σου για να ξορκίσεις μια πιθανή επανάληψη του παρελθόντος. Ο χρόνος διαστέλλεται, η αναμονή γίνεται σχεδόν σωματική.

Sunday 6 October 2013

Εσύ, που ήσουν εδώ απ' την αρχή της ιστορίας, κι εγώ, ο μόνος σύντροφος σου ως το τέλος, καταλάβαμε πως είχαμε πια μεγαλώσει όταν αρχίσαμε να προσφέρουμε τρυφερά λόγια παρηγοριάς σ' όσους μας πλήγωναν, πριν μας εγκαταλείψουν στην άκρη του δρόμου.

Κι εκείνοι ακόμα που προδώσαμε, που δεν μπορούσαν ούτε τ' όνομα μας να προφέρουν χωρίς να μας μισήσουν, τώρα σιγά σιγά ξεχνάνε.

Να μη φοβάσαι τίποτα. Εμείς θα 'μαστε αυτό που ήμασταν πάντα- ένας καθρέφτης κι η φτηνή αντανάκλαση του στο άδειο δωμάτιο, ξένοι μέσα στους ξένους.

Tuesday 1 October 2013

Ακίνητα απογεύματα
αγκυροβολημένα στις παρυφές του χρόνου.
Λάγνο πορτοκαλί στερεοποιημένο στον ορίζοντα.

Μέρες μετά
μαθαίνω να εγχέω ζεστασιά
σε ψυχρές εγκεφαλικές φαντασιώσεις.
Αλλά την ώρα εκείνη παραλύω
στο ξέσπασμα κάποιας αυτόνομης επιθυμίας
χορτάτης στην ολότητα της
κι αδιάφορης
για το μέλλον της ανθρωπότητας
ή το δικό μου.

Δεν φλυαρει
μόνο αφουγκράζεται προσμένοντας το νεύμα,
το γόνιμο έδαφος
για να εκτοξευτεί ανθίζοντας στο διάστημα,
τη σύντομη αιώνια στιγμή
της εκπλήρωσης
του θανάτου της.

Thursday 26 September 2013

Αντί για τη βαθιά αδιατάρακτη θλίψη της αθανασίας, εσύ επιλέγεις την τρυφερή αγωνία της επιβίωσης.

Ανταλλάσεις τους πολύτιμους λίθους της έμπνευσης με ένα σακί γεμάτο αλμυρά βότσαλα, τα αιθέρια φτερά σου με ένα ζευγάρι ανθεκτικές μπότες, τις αιώνιες μελωδίες με το απαλό κελάρυσμα της λήθης.

Εξακολουθείς να μη μετανιώνεις, ούτε καν όταν ξεχνιέσαι και απειλείς ανύποπτους περαστικούς με ανομολόγητους πόθους μεταμφιεσμένους σε επίμονα βλέμματα.

Οι μεθυσμένοι για επανάσταση ποιητές, μόνοι στα σκοτεινά δωμάτια τους, αφαιρούνται μετρώντας αντανακλάσεις αστεριών στην αρυτίδωτη λίμνη του βουλωμένου νεροχύτη.


Να αφήνεις χώρο στον χρόνο σου για τίποτα. Μόνο αυτό.

Monday 23 September 2013

Πιο πολύ από την υποψία ότι είχε χάσει την ικανότητα να ερωτεύεται, τον τρομοκρατούσε η σκέψη πως ίσως τελικά ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος.

Τυχαίο είναι, άραγε, ότι μας εμπνέουν κυρίως εκείνοι οι έρωτες, που μένουν ανικανοποίητοι; Ή το ότι οι εμμονές μας ατονούν όσο γερνάμε;

Ο έρωτας... η μεγάλη παράσταση της εφηβείας, που μας σημαδεύει για μια ζωή. Η αναζήτηση της αιωνιότητας- η αδιάσειστη απόδειξη πως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μας σαγηνεύει το αχνό περίγραμμα του ανέφικτου.

Η ματαιότητα- το σκληρό πεπρωμένο και η κινητήριος δύναμη μας.

Tuesday 17 September 2013

Στο τέλος, ξέρεις πως θα μας απομείνει μονάχα η πρώτη μας μεγάλη αγάπη, τα βιβλία. Τα βιβλία, που μας κρατούσαν ξάγρυπνους τα βράδια, όταν ακόμα η έλλειψη δεν είχε πρόσωπο και η νοσταλγία ήταν κάτι το αφηρημένο, που θεράπευαν τη μοναξιά πριν καν μάθουμε να την αναγνωρίζουμε.

Σε αντίθεση με τα βιβλία, η ζωή δεν προσφέρεται για επιλόγους. Είναι αυταπάτη να πιστεύουμε πως μπορούμε να προκαθορίσουμε τη στιγμή ενός τέλους και να αποχαιρετήσουμε τον αναγνώστη με μερικές βαρύγδουπες φράσεις. Βιώνουμε μικρούς θανάτους σχεδόν καθημερινά, όμως ποτέ κανένας αποχωρισμός δεν ανταποκρίνεται στα σχέδια μας.

Οι ιστορίες μας μοιάζουν να παρατείνονται επ' άπειρον, αντιστεκόμενες σε κάθε απόπειρα μας να τις διακόψουμε με τη βία, ή τελειώνουν αιφνιδιαστικά την πιο ακατάλληλη στιγμή, αφήνοντας μας να θρηνούμε απαρηγόρητοι, νιώθοντας τόσο έρημοι και εκτεθειμένοι όπως όταν ήμασταν παιδιά και φτάναμε απροσδόκητα στην τελευταία σελίδα ενός θαυμάσιου βιβλίου.

Monday 9 September 2013

To καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του κι οι σαγηνευτικές υποσχέσεις του αποδείχθηκαν για άλλη μια φορά αντικατοπτρισμοί.

Καμιά απάντηση δεν μας χαρίστηκε, δεν μπορέσαμε ούτε καν να καταλάβουμε αν η μοναξιά είναι συναίσθημα, κατάσταση ή απλά μια πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας, στο ίδιο πακέτο με τη γνώση της θνητότητας, τη μάταιη αγωνία για το αύριο και τη λαχτάρα-αποστροφή για το θανατο.

Άραγε είναι μοιραίο σφάλμα να περιμένουμε από έναν άλλο άνθρωπο να μας απαλλάξει από τα βάρη της ίδιας μας της ύπαρξης;

Μην παίρνεις τα λόγια μου στα σοβαρά, όσο κι αν παριστάνω τον παντογνώστη δεν είμαι παρά ένα ασήμαντο ερωτηματικό, που παραπατάει σε άγνωστα μονοπάτια.

Επαναλαμβάνω τόσες φορές τα αγαπημένα μου λάθη, που πλέον αγγίζουν μιας μορφής εκτελεστική τελειότητα. Μετανιώνω τόσο συχνά, που οι νέες ενοχές απλώς προστίθενται στο σωρό και οι ικεσίες μου για συγχώρεση απευθύνονται σε μία αφηρημένη φιγούρα ή ένα πρόσωπο από καιρό εξαφανισμένο.

Φαντάσου, χρόνια ολόκληρα ουρλιάζω στους αφιλόξενους δρόμους διεκδικώντας ή ζητιανεύοντας την αγάπη, μα όταν μου προσφέρεται δεν ξέρω τι να την κάνω, δεν βρίσκω ούτε ένα άδειο ράφι, μια μουσειακή προθήκη, ένα βάρθρο να την ακουμπήσω, και, το χειρότερο, την αγάπη του εαυτού μου δεν την κατέκτησα ποτέ.

Thursday 29 August 2013

Όταν δίδασκαν στο σχολείο για τις ανθρώπινες σχέσεις, εμείς υφαίναμε ηλιαχτίδες σε διαφανείς διακυρήξεις αιωνιότητας. Αντί απολυτηρίου, πήραμε ένα λευκό τετράδιο, που σιγά σιγά γέμιζε ωδές στο ανικανοποίητο και λίστες με τα ονόματα όσων έχουνε φύγει πια.

Εσύ τους έδιωξες. Εσύ με την ασίγαστη ένταση, τα φριχτά μυστικά και τις ατελείς επιθυμίες. Εσύ με τις αόριστα προκλητικές ματιές σε αγνώστους. Εσύ με τις αλληλοσυγκρουόμενες ελπίδες, τις κλειστές πόρτες και τα ορθάνοιχτα παράθυρα.

Κάποιες μέρες νιώθω σαν ένα από τα χτυπημένα εισιτήρια στα σκουπίδια. Μου μένουν ακόμα μια δυο διαδρομές, αρκεί κάποιος να με ανακαλύψει έγκαιρα. Μπορώ ίσως να τον ταξιδέψω και ως το τέλος της γραμμής, αρκεί να με ξεθάψει ανάμεσα στα χάρτινα ποτήρια, τις φλούδες πορτοκαλιού και τις πλαστές ερωτικές επιστολές.

Μέλη βαριά απ' τον καύσωνα. Ψυχή παγωμένη. Μα εσύ δεν πίστεψες ποτέ πως υπάρχει ψυχή. Μόνο νευρώνες, συνάψεις, ένας εγκέφαλος που γερνάει. Το πνεύμα μια παρενέργεια του σώματος. Τίποτα που να σώζεται, καμιά υπόσχεση αθανασίας.

Ο χρόνος τρέχει, τρέχεις κι εσύ για να προλάβεις. Τυχαίες συναντήσεις, φευγαλέα βλέμματα, βίαιοι αποχαιρετισμοί. Θυμίσου να... Ξεχνάς. Η μοναξιά φεύγει και επιστρέφει σαν ριπές ανέμου. Σπας τον καθρέφτη μήπως και καταφέρεις να αντικρύσεις όλα τα πρόσωπα σου ταυτόχρονα. Μάταιος κόπος.

Και τώρα τι; Θα βυθιστούμε ξανά στη σιωπή;

Friday 23 August 2013

Στις θλιμμένες ελλείψεις μας, όλοι αποξενωμένοι. Απογοητεύουμε σχεδόν από συνήθεια.

Αναζητώντας το αύριο, ξεθάβουμε το παρελθόν- άντε μετά να ξεχωρίσεις το φόβο απ' την επιθυμία, τη νοσταλγία απ' την ενοχή, τον έρωτα απ΄την ανάγκη.

Σε τελετές εξαγνισμού, πνιγμένες στο αίμα, περιφέρουμε σαν εικόνα τη φρίκη μας. Μια άνοιξη, μια άνοιξη για να μας σώσει...

Κλειστά παράθυρα με θέα τη θάλασσα των αναμνήσεων κι ένα καράβι έρμαιο των ανέμων- οι υποσχέσεις μας, βαριές σιωπές που βουλιάζουν στην άμμο.

Αντί για άγκυρα είχες καρφώσει ένα γεράνι στο δέρμα μου, είχες ξαπλώσει σ' ένα λιβάδι από θειάφι.

Ωσπου μια μέρα σκόρπισαν σαν πεταλούδες οι ανάσες μας. Σάλπαρες για το πουθενά με το γνωστό σινάφι.

(Οι υποψίες έχασκαν σαν συλημένοι τάφοι.)

Η ειρωνεία, η ειρωνεία...

Thursday 15 August 2013

Μείναμε μόνοι στην πόλη, που σκοτώνει τα παιδιά της. Καυτή άσφαλτος- τα πρωινά μας ξυπνούν τα πυροσβεστικά αεροσκάφη.

Σκέφτομαι πως οι σημαίες ήταν πάντοτε το πιο ταιριαστό σύμβολο της βίας. Σημαίες σε όλα τα χρώματα σκεπάζουν τους νεκρούς αυτού του κόσμου και τους αγέννητους του κόσμου που θα ΄ρθει.

Μείναμε μόνοι μας στην πόλη. Στους δρόμους δεν βλέπω παρά ανέκφραστα πρόσωπα με το βλέμμα χαμηλωμένο. Αμέτρητα εγώ, αμέτρητα εσύ. Αμέτρητα εμείς σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης.

Πόσο εύκολα προσάπτουμε στους Άλλους την κατηγορία της υποκρισίας, κρυμμένοι πίσω από τα λαμπερά προσωπεία μας...

Πόσο ανώδυνα καταδικάζουμε τους λιποτάκτες, ενώ δεν τους προσφέραμε ούτε μια στάλα βεβαιότητας, ούτε ένα κομματάκι έδαφος για να μπορέσουν να σταθούν πλάι μας, ούτε ένα άνοιγμα προς τον ουρανό για να μπορέσουν να μας αγαπήσουν...

Οι πιο σκληροί άνθρωποι που γνώρισα ήταν τελικά οι πιο πληγωμένοι. Φοβάμαι πως μια μέρα τα Ανείπωτα θα μας πνίξουν σε μια ύστατη πράξη εκδίκησης, ξέροντας πως θα χαθούν μαζί μας.

Saturday 10 August 2013

Ύστερα καταλάβαμε πως ήταν λάθος να μετράμε την απόσταση σε χιλιόμετρα. Σε νύχτες μετριέται η απόσταση, σε εβδομάδες και μήνες, σε σιωπές και αποσιωπήσεις.

Την εγγύτητα είχαμε μάθει από μικροί να την αντιλαμβανόμαστε όπως τη θερμοκρασία: Αν έρθεις πολύ κοντά, ενδέχεται να καείς. Μα εσύ κρυώνεις και δεν σταματάς να προσπαθείς να πλησιάσεις. Πιο κοντά. Πιο κοντά.

Σώματα, που αγωνίζονται να γίνουν ένα. Ψυχές, που αδυνατούν να ξεχωρίσουν ποιά από τα σκορπισμένα κομμάτια είναι τα δικά τους. Στο τέλος, μαζεύουν όσα μπορούν να χωρέσουν οι τσέπες τους κι αποχωρούν, τάχα με το κεφάλι ψηλά. Χειμωνιάζει.

Αλλά σε αυτό το όνειρο είναι ακόμα καλοκαίρι. Τι κι αν η απώλεια απλώνει τη βαριά σκιά της πάνω από τους μαζικούς τάφους των αναμνήσεων;

Εσύ έχεις ήδη φυτέψει εκρηκτικά στα θεμέλια της οχύρωσης, που έχτισες για να σε προστατεύει από αδέσποτες βολές και αμφιβόλων προθέσεων τοξοβόλες θεότητες.

Στον απέναντι λόφο, το είδωλο σου χαμογελά προσμένοντας την έκρηξη. Για άλλη μια φορά, είσαι πρόθυμος να ανταλλάξεις όλες τις βεβαιότητες του κόσμου με μια εύθραυστη υπόσχεση τηλεπαθητικής απόδρασης από τη μονωμένη, ακέραια πραγματικότητά σου.

Ολόκληρη η ύπαρξη σου, ένα κόκκινο λουλούδι ευλαβικά αφημένο στο βωμό των ανεξερεύνητων πιθανοτήτων.

Monday 5 August 2013

Υπερσιβηρικός

Καθώς το τρένο διέσχιζε τη στέπα, πιάσαμε πάλι την κουβέντα της ελευθερίας.

«Κάποτε σκέφτομαι πως ίσως τελικά αυτή η ανάγκη ώθησε τους ανθρώπους να χτίσουν τον παράδεισο. Αλλοτε σκέφτομαι πως είναι η λαχτάρα του θανάτου», απήγγειλες, ανασύροντας από τη μνήμη σου στίχους κάποιου εφηβικού ποιήματος.

«Δημιουργήσαμε τον παράδεισο για να μη μας τρομάζει ο θάνατος», συμφώνησε η σκιά σου. «Τον πλάσαμε τόσο ιδανικό, που η ζωή άρχισε να μας φαίνεται ανυπόφορη στη σύγκριση.

«Από τότε αυτοκτονούμε ένας ένας, πέφτουμε από ουρανοξύστες, γευόμαστε με ενθουσιασμό το δηλητήριο, πιέζουμε ανυπόμονα τη σκανδάλη...

«Οταν μας βρίσκουν, το πρωί, σκουπίζουν απ’ το πάτωμα χιλιάδες βαθυκόκκινες κηλίδες ανατιναγμένου παραδείσου».

Είπαμε κι άλλα πολλά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, ενώ μετρούσαμε τ’ αστέρια, που έπεφταν απ’ το ταβάνι. Όταν μας τέλειωσαν οι ευχές, ευχόμασταν μόνο να σταματήσουν να πέφτουν, να πάψουν επιτέλους να μας υπενθυμίζουν ότι δεν είχαμε πια τίποτα να περιμένουμε.

Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μας αποσυναρμολόγισαν για τη μετακόμιση. Ανάμεσα στα δάχτυλα μας είχαν φυτρώσει μαργαρίτες.

Κάπου μακριά, το τρένο ακόμα διέσχιζε τη στέπα.

Wednesday 31 July 2013

Κάποτε πίστευα πως ο έρωτας είναι το αντίδοτο της μοναξιάς. Τώρα ξέρω ότι απλώς τη συγκαλύπτει, όπως τα παυσίπονα ανακουφίζουν από τον πόνο, χωρίς να θεραπεύουν την αιτία του.

Και η ζωή δεν ήταν ποτέ ανθόσπαρτη για τους ρομαντικούς κυνικούς σαν εμάς. Καμιά φορά, όταν νυχτώνει, σε παρακολουθώ να αφαιρείς ένα ένα τα στρώματα της πετρωμένης λάβας μου- κατάλοιπα αιώνων θλίψης.

Δεν προσπαθώ να σε εμποδίσω, αλλά ενδόμυχα φοβάμαι μήπως δεν υπάρχει τίποτα πια από κάτω. Ο ευάλωτος πυρήνας μου μπορεί να έχει πεθάνει από ασφυξία εδώ και χρόνια.

Ύστερα, μου ψιθυρίζεις καθησυχαστικές φράσεις, μα πριν τολμήσω να τις πιστέψω μου θυμίζεις πως δεν ήταν παρά ένα αστείο, ακόμα μία σκηνή στην γλυκόπικρη παράσταση μας. Χαμογελάω- γνωρίζω καλά τους κανόνες του παιχνιδιού.

Χαμογελάω γιατί έχω ξεχάσει να κλαίω. Αντί να εκλιπαρώ για θραύσματα αμοιβαιότητας, έμαθα να τα εκβιάζω δημιουργώντας αυτόφωτα παραθαλάσσια δράματα.

Είμαι ολόκληρη. Η λαχτάρα για ελευθερία κι ατέλειωτους δρόμους παραπατάει ναρκωμένη από τις υποσχέσεις μιας ύπουλης κανονικότητας. Η μοναξιά με ακολουθεί παντού σαν πιστό σκυλί.

Κι όμως, η ανεξήγητη βεβαιότητα της διαίσθησης εξακολουθεί να σχηματίζει δροσερές οάσεις μέσα στην καυτή έρημο της αμφιβολλίας, που διασχίζουμε με τα δάχτυλα μας να μπλέκονται διστακτικά, υποψιασμένα, αδιάφορα τάχα.

Και η ελπίδα θα είναι πάντοτε η καταδίκη, το δηλητήριο στις φλέβες και το μοναδικό μας καταφύγιο.

Tuesday 30 July 2013

Θυμάμαι κάποτε ένας αστροναύτης μου είχε πει:
Ολη μου τη ζωή κοιτούσα τ’ αστέρια και αισθανόμουν μικρός, απειροελάχιστος, ένας κόκκος άμμου στην απέραντη ακρογιαλιά του σύμπαντος.

Ονειρευόμουν πως μια μέρα θα αντίκριζα από μακριά αυτή τη γαλαζοπράσινη σφαίρα. Πρόσμενα όλο ανυπομονησία τη στιγμή της απόλυτης ταπείνωσης και την ελευθερία, που θα μου πρόσφερε η επίγνωση της ασημαντότητας μου.

Κι όμως, όταν επιτέλους βρέθηκα ολομόναχος στο βελούδινο σκοτάδι του διαστήματος, ένιωσα θεός, μοναδικός, πανίσχυρος. Πιο γρήγορος από την επιτάχυνση της βαρύτητας. Πιο δυνατός από τα δεσμά της μοίρας.

Αυτό που τελικά με συνέθλιψε, δεν ήταν κάποιου είδους νέμεσις, το τίμημα, που έπρεπε να πληρώσω για την αλαζονεία μου, αλλά το ίδιο το βάρος της ευθύνης- κρατούσα στα χέρια μου το πεπρωμένο ολόκληρου του κόσμου.

Από τότε απευθύνω τις φιλοσοφικές μου απορίες μόνο σε γεράκια, αγριοκάτσικα και πλατάνους. Προπάντων οι πλάτανοι δεν με απογοητεύουν ποτέ.

Και, μια φορά, ένα ποδήλατο μου είχε μιλήσει για τη μουσική της αέναης κίνησης. Ζούμε για το ταξίδι, πεθαίνουμε για τον προορισμό. Ή ίσως ήταν το αντίστροφο.

Ωστόσο διέκρινα ένα ίχνος επιτήδευσης στη φωνή του και δεν το πίστεψα. Αποφάσισα να μην διαβάζω πια βιβλία κι εφημερίδες, μόνο τα συνθήματα στους τοίχους.

Friday 26 July 2013

Είχαν πολλές ιστορίες να διηγηθούν, αλλά το παρελθόν, που έπλαθαν κάθε μέρα σε διαφορετικά, παράξενα σχήματα πριν το στερεοποιήσουν στον πέτρινο ξυλόφουρνο, τους γέμιζε το στόμα χωρίς να τους τρέφει.

Όσο για το μέλλον, ήταν ένας πολύπλοκος ωρολογιακός μηχανισμός και δεν τολμούσαν να τον αγγίξουν- τα τραύματα κάτω απ' το δέρμα τους δεν τους επέτρεπαν να ξεχάσουν τις πιθανές συνέπειες μιας έκρηξης.

Χάραξαν, λοιπόν, μια λεπτή γραμμή πάνω στην άμορφη μάζα του χωροχρόνου κι έζησαν για λίγο έξω απ' τα σύνορα αυτού που οι συνετοί ονομάζουν "λογική συνέχεια" και οι τρελοί αντιλαμβάνονται ως μελωδία από πολύχρωμες νότες σε ρυθμό τριών απείρων.

Ώσπου ο ήλιος άρχισε να λιώνει τη σάρκα τους αφήνοντας μικροσκοπικά απροστάτευτα κενά. Τότε αποφάσισαν να δραπετεύσουν.

Τα μαλλιά τους μύριζαν άνεμο, αλλά τα μάτια τους έκρυβαν ακόμα εύθραυστες ανελέητες αλήθειες γραμμένες σε έναν άγνωστο κώδικα.

Στο φως του φεγγαριού, έλαμπαν σαν μαγικά ιερογλυφικά, μα όταν ξημέρωνε, η αμφισβήτηση γινόταν πάλι πειθήνιο σκουπόξυλο για τις μάγισσες με τα σακίδια στην πλάτη, το αλάτι στις βλεφαρίδες και τα ατίθασα χέρια σφιγμένα κάτω από τις βαριές αόρατες κάπες τους, μην τυχόν και επιχειρήσουν να αρπαχτούν βίαια από απρόθυμους συνοδοιπόρους.

Tuesday 16 July 2013

A new era. Or maybe not.

Ξαναρχίζεις να γράφεις. Είναι κάτι σαν διαταγή απ' το υπερπέραν.

Ξαναγυρνάς εκεί όπου, όταν ακόμα ήμασταν άδολοι, αποθήκευες λέξη λέξη τον χείμαρρο των σκοτωμένων πιθανοτήτων για μελλοντική απόσταξη. Μεθυσμένος τώρα από αναπόφευκτο, περιφέρεις την εξαγορασμένη σου ευφορία, ανταλλάσσεις τη φωνή σου με ένα σύννεφο άγονης σιωπής.

Άδολοι; Όχι, ποτέ δεν ήσουν άδολος. Ούτε κι εγώ.

«Ξέρεις,ο έρωτας θα νικήσει στο τέλος», μου 'χες πει. Όχι εσύ, ούτε εγώ. Ο έρωτας. Αυτή η αλλόκοτη φρίκη, που ορμάει να σε πνίξει, όπως ορμούσες κάποτε ν' αρπάξεις απ' τα χέρια αγνώστων ευχετήριες κάρτες και όνειρα. Όπως ορμούσες στο λευκό χαρτί να το γεμίσεις έμμετρες απειλές προς το σύμπαν.

Η επικοινωνία ναυαγεί στα ανοιχτά του φόβου μας. Τι λέω;

Στο ρόδινο σου παραμύθι, τα βράδια γράφουν οι φασίστες συνθήματα. Θέλουμε να σκεπάσουμε το «αίμα» με αίμα, αλλά απ' τις φλέβες μας τρέχει νερό. Μόνο νερό. Διψάμε.

Γιατί διστάζεις να μου πεις «Σ' αγάπησα μόνο επειδή μια νύχτα μου ψιθύρισες σε άγνωστη γλώσσα όσα λαχτάραγα ν' ακούσω, μα το ξημέρωμα βρήκα δίπλα μου ένα κορμί από καιρό παρατημένο στην αφθαρσία της πρώτης άνοιξης.

«Στα βλέφαρα σου διάβασα μόνο σκόρπια αποσπάσματα απ' τις βραχογραφίες της αθανασίας. Στα χείλη σου αναζήτησα μάταια τις τελευταίες αποτυχημένες απόπειρες ποίησης. Κι αντί για στάχτη, βρήκα στις τσέπες σου νεκρά τριζόνια απ' το περασμένο καλοκαίρι»;

Wednesday 10 April 2013

What does the full moon on a warm night look like to a person who's actually walked on it?

Less magical, just a dark empty piece of rock with the earth's huge shadow looming over it?

Or less so? A once familiar place bringing home half-forgotten memories; feelings of fear and awe; the self-satisfied tiredness that comes with the completion of a long and perilous journey; nostalgia for this strange blue-green sphere in the distance, so misleadingly still and quiet and full of wonders, reminding you of the warm moonlit nights of your youth...