Thursday 15 January 2015

Mόνο τα άστρα πεθαίνουν από μοναξιά

Και κάπου κάπου τα συσσωρευμένα δάκρυα ορμούν σαν ασυγκράτητοι χείμαρροι, πλημμυρίζοντας τις πεδιάδες της σιωπής. Οι λυγμοί σου είναι άηχα ουρλιαχτά ικεσίας- προσεύχεσαι σε θεούς και δαίμονες, γνωρίζοντας πως δεν σε ακούει κανείς.

Νύχτες σαν αυτές σκέφτεσαι το θάνατο ως άλλο αμνιακό σάκο: ζεστό, υγρό, φιλόξενο. Η ζωή είναι αίμα, πόνος, κραυγές και το ανελέητο φως του έξω κόσμου. Γιατί να θελήσεις να αποδράσεις; Αν είχες το θάρρος, θα βυθιζόσουν στο καταπραϋντικό σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Ύστερα συνέρχεσαι. Χάνεσαι σε ένα όνειρο πηχτό και κολλώδες. Για να ξυπνήσεις, φαντάζεσαι μια γάτα να σου γλείφει τα βλέφαρα. Τρυφερά. Χωρίς βιασύνη.

Ενάντια σε ότι σε έχει διδάξει η πληγωμένη υπερηφάνεια σου, προσπαθείς να μάθεις ξανά να μοιράζεσαι. Κάθε πρωινό, ένας καινούριος κόσμος, ένας καινούριος φόβος, μία απρόσμενη καινούρια αγαλλίαση.