Wednesday 31 July 2013

Κάποτε πίστευα πως ο έρωτας είναι το αντίδοτο της μοναξιάς. Τώρα ξέρω ότι απλώς τη συγκαλύπτει, όπως τα παυσίπονα ανακουφίζουν από τον πόνο, χωρίς να θεραπεύουν την αιτία του.

Και η ζωή δεν ήταν ποτέ ανθόσπαρτη για τους ρομαντικούς κυνικούς σαν εμάς. Καμιά φορά, όταν νυχτώνει, σε παρακολουθώ να αφαιρείς ένα ένα τα στρώματα της πετρωμένης λάβας μου- κατάλοιπα αιώνων θλίψης.

Δεν προσπαθώ να σε εμποδίσω, αλλά ενδόμυχα φοβάμαι μήπως δεν υπάρχει τίποτα πια από κάτω. Ο ευάλωτος πυρήνας μου μπορεί να έχει πεθάνει από ασφυξία εδώ και χρόνια.

Ύστερα, μου ψιθυρίζεις καθησυχαστικές φράσεις, μα πριν τολμήσω να τις πιστέψω μου θυμίζεις πως δεν ήταν παρά ένα αστείο, ακόμα μία σκηνή στην γλυκόπικρη παράσταση μας. Χαμογελάω- γνωρίζω καλά τους κανόνες του παιχνιδιού.

Χαμογελάω γιατί έχω ξεχάσει να κλαίω. Αντί να εκλιπαρώ για θραύσματα αμοιβαιότητας, έμαθα να τα εκβιάζω δημιουργώντας αυτόφωτα παραθαλάσσια δράματα.

Είμαι ολόκληρη. Η λαχτάρα για ελευθερία κι ατέλειωτους δρόμους παραπατάει ναρκωμένη από τις υποσχέσεις μιας ύπουλης κανονικότητας. Η μοναξιά με ακολουθεί παντού σαν πιστό σκυλί.

Κι όμως, η ανεξήγητη βεβαιότητα της διαίσθησης εξακολουθεί να σχηματίζει δροσερές οάσεις μέσα στην καυτή έρημο της αμφιβολλίας, που διασχίζουμε με τα δάχτυλα μας να μπλέκονται διστακτικά, υποψιασμένα, αδιάφορα τάχα.

Και η ελπίδα θα είναι πάντοτε η καταδίκη, το δηλητήριο στις φλέβες και το μοναδικό μας καταφύγιο.

Tuesday 30 July 2013

Θυμάμαι κάποτε ένας αστροναύτης μου είχε πει:
Ολη μου τη ζωή κοιτούσα τ’ αστέρια και αισθανόμουν μικρός, απειροελάχιστος, ένας κόκκος άμμου στην απέραντη ακρογιαλιά του σύμπαντος.

Ονειρευόμουν πως μια μέρα θα αντίκριζα από μακριά αυτή τη γαλαζοπράσινη σφαίρα. Πρόσμενα όλο ανυπομονησία τη στιγμή της απόλυτης ταπείνωσης και την ελευθερία, που θα μου πρόσφερε η επίγνωση της ασημαντότητας μου.

Κι όμως, όταν επιτέλους βρέθηκα ολομόναχος στο βελούδινο σκοτάδι του διαστήματος, ένιωσα θεός, μοναδικός, πανίσχυρος. Πιο γρήγορος από την επιτάχυνση της βαρύτητας. Πιο δυνατός από τα δεσμά της μοίρας.

Αυτό που τελικά με συνέθλιψε, δεν ήταν κάποιου είδους νέμεσις, το τίμημα, που έπρεπε να πληρώσω για την αλαζονεία μου, αλλά το ίδιο το βάρος της ευθύνης- κρατούσα στα χέρια μου το πεπρωμένο ολόκληρου του κόσμου.

Από τότε απευθύνω τις φιλοσοφικές μου απορίες μόνο σε γεράκια, αγριοκάτσικα και πλατάνους. Προπάντων οι πλάτανοι δεν με απογοητεύουν ποτέ.

Και, μια φορά, ένα ποδήλατο μου είχε μιλήσει για τη μουσική της αέναης κίνησης. Ζούμε για το ταξίδι, πεθαίνουμε για τον προορισμό. Ή ίσως ήταν το αντίστροφο.

Ωστόσο διέκρινα ένα ίχνος επιτήδευσης στη φωνή του και δεν το πίστεψα. Αποφάσισα να μην διαβάζω πια βιβλία κι εφημερίδες, μόνο τα συνθήματα στους τοίχους.

Friday 26 July 2013

Είχαν πολλές ιστορίες να διηγηθούν, αλλά το παρελθόν, που έπλαθαν κάθε μέρα σε διαφορετικά, παράξενα σχήματα πριν το στερεοποιήσουν στον πέτρινο ξυλόφουρνο, τους γέμιζε το στόμα χωρίς να τους τρέφει.

Όσο για το μέλλον, ήταν ένας πολύπλοκος ωρολογιακός μηχανισμός και δεν τολμούσαν να τον αγγίξουν- τα τραύματα κάτω απ' το δέρμα τους δεν τους επέτρεπαν να ξεχάσουν τις πιθανές συνέπειες μιας έκρηξης.

Χάραξαν, λοιπόν, μια λεπτή γραμμή πάνω στην άμορφη μάζα του χωροχρόνου κι έζησαν για λίγο έξω απ' τα σύνορα αυτού που οι συνετοί ονομάζουν "λογική συνέχεια" και οι τρελοί αντιλαμβάνονται ως μελωδία από πολύχρωμες νότες σε ρυθμό τριών απείρων.

Ώσπου ο ήλιος άρχισε να λιώνει τη σάρκα τους αφήνοντας μικροσκοπικά απροστάτευτα κενά. Τότε αποφάσισαν να δραπετεύσουν.

Τα μαλλιά τους μύριζαν άνεμο, αλλά τα μάτια τους έκρυβαν ακόμα εύθραυστες ανελέητες αλήθειες γραμμένες σε έναν άγνωστο κώδικα.

Στο φως του φεγγαριού, έλαμπαν σαν μαγικά ιερογλυφικά, μα όταν ξημέρωνε, η αμφισβήτηση γινόταν πάλι πειθήνιο σκουπόξυλο για τις μάγισσες με τα σακίδια στην πλάτη, το αλάτι στις βλεφαρίδες και τα ατίθασα χέρια σφιγμένα κάτω από τις βαριές αόρατες κάπες τους, μην τυχόν και επιχειρήσουν να αρπαχτούν βίαια από απρόθυμους συνοδοιπόρους.

Tuesday 16 July 2013

A new era. Or maybe not.

Ξαναρχίζεις να γράφεις. Είναι κάτι σαν διαταγή απ' το υπερπέραν.

Ξαναγυρνάς εκεί όπου, όταν ακόμα ήμασταν άδολοι, αποθήκευες λέξη λέξη τον χείμαρρο των σκοτωμένων πιθανοτήτων για μελλοντική απόσταξη. Μεθυσμένος τώρα από αναπόφευκτο, περιφέρεις την εξαγορασμένη σου ευφορία, ανταλλάσσεις τη φωνή σου με ένα σύννεφο άγονης σιωπής.

Άδολοι; Όχι, ποτέ δεν ήσουν άδολος. Ούτε κι εγώ.

«Ξέρεις,ο έρωτας θα νικήσει στο τέλος», μου 'χες πει. Όχι εσύ, ούτε εγώ. Ο έρωτας. Αυτή η αλλόκοτη φρίκη, που ορμάει να σε πνίξει, όπως ορμούσες κάποτε ν' αρπάξεις απ' τα χέρια αγνώστων ευχετήριες κάρτες και όνειρα. Όπως ορμούσες στο λευκό χαρτί να το γεμίσεις έμμετρες απειλές προς το σύμπαν.

Η επικοινωνία ναυαγεί στα ανοιχτά του φόβου μας. Τι λέω;

Στο ρόδινο σου παραμύθι, τα βράδια γράφουν οι φασίστες συνθήματα. Θέλουμε να σκεπάσουμε το «αίμα» με αίμα, αλλά απ' τις φλέβες μας τρέχει νερό. Μόνο νερό. Διψάμε.

Γιατί διστάζεις να μου πεις «Σ' αγάπησα μόνο επειδή μια νύχτα μου ψιθύρισες σε άγνωστη γλώσσα όσα λαχτάραγα ν' ακούσω, μα το ξημέρωμα βρήκα δίπλα μου ένα κορμί από καιρό παρατημένο στην αφθαρσία της πρώτης άνοιξης.

«Στα βλέφαρα σου διάβασα μόνο σκόρπια αποσπάσματα απ' τις βραχογραφίες της αθανασίας. Στα χείλη σου αναζήτησα μάταια τις τελευταίες αποτυχημένες απόπειρες ποίησης. Κι αντί για στάχτη, βρήκα στις τσέπες σου νεκρά τριζόνια απ' το περασμένο καλοκαίρι»;