Thursday 30 January 2014

Θυμάμαι ένα δειλινό στην εθνική οδό, αιώνες πριν. Ήταν ίσως η τελευταία φορά που κατευθυνόμουν συνειδητά προς έναν, συγκεκριμένο προορισμό, η τελευταία φορά που η πράξη ταυτιζόταν με την επιθυμία.

Θυμάσαι, άραγε, ένα θλιμμένο ανεκπλήρωτο πρωινό, ένα τραγούδι αντί αποχαιρετισμού, κι ύστερα σιωπηλά δάκρυα μέσα στο ανώνυμο αδιάφορο πλήθος;

Μην ξεγελιέσαι, πόλεις που δεν κοιμούνται υπάρχουν μόνο στις ταινίες. Ο αστικός αυτός μύθος αποδίδεται σχεδόν με βεβαιότητα στους χρόνια άυπνους.

Οι πόλεις, ξέρεις, κοιμούνται όπως τα δελφίνια: Πρώτα το αριστερό ημισφαίριο, μετά το δεξί. Ένα μάτι πάντα ανοιχτό για να προλάβουν την επίθεση κάποιου ύπουλου νυκτόβιου καρχαρία.

Πρέπει άλλωστε να αναπνέουν κάθε τόσο, γεμίζοντας με καυτό αέρα τα πνευμόνια των υπογείων σιδηροδρόμων τους.

Λέω πως θυμάμαι, όμως βυθίζομαι στη λήθη. Αν σε άφηνα να με γνωρίσεις θα κατάφερνα ίσως να αναγνωρίσω ξανά τον εαυτό μου, αλλά δεν ξέρω πια τον τρόπο.

Saturday 25 January 2014

Χειμερινή μελαγχολία προσγειώνεται αναίμακτα στις ταράτσες. Δεν με τρομάζει. Έχουν μεσολαβήσει χρόνια εξοικείωσης. Δεν την τρομάζω. Εγκαθίσταται.

Κάπου διάβασα πως τα αγάλματα κομματιάζονται πιο εύκολα από τους ανθρώπους. Σε έριξα λοιπόν από το βάθρο σου. Έσπασες σε χιλιάδες κοφτερά θραύσματα. Ευτυχώς, το δέρμα μου έχει σκληρύνει πια.

Να σκορπάμε τις ζωές μας γυρεύοντας τη μία ανυπέρβλητη, ξεκάθαρη επιθυμία, τον υπέρτατο στόχο, το αδιαμφισβήτητο νόημα, την προδιαγεγραμμένη από τη μοίρα διαδρομή...

Και τελικά η πληρότητα να κρύβεται στις λάθος στροφές, στους αιφνιδιασμούς, τους αντιπερισπασμούς και τις εκρήξεις, στη μόνιμη σύγχυση και τις αποσπασματικές στιγμές απρόκλητης μεθυσμένης διαύγειας.

Thursday 16 January 2014

Πορτραίτα φαντασμάτων

Kαμιά φορά περπατάει στο δρόμο με κλειστά μάτια. Δακρύζει περιμένοντας στην ουρά στο ταχυδρομείο. Κατεβαίνει κατά λάθος στο σωστό σταθμό. Εντοπίζει συμπτώσεις παντού.

Υποχθόνιες δυνάμεις οδηγούν ένα πειθήνιο σώμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Διαγράφει λευκές καμπύλες τροχιές στο μαυροπίνακα του χάους.

Ενδοφλέβια ειρωνεία στο ηλιόλουστο παγκάκι έξω από τη Νομική. Ένα αγόρι με διαπεραστικό βλέμμα και λυμένα κορδόνια χαμογελάει στο κενό.

Σήμερα διερευνά το αόρατο φράγμα μεταξύ εγωισμού και αξιοπρέπειας. Κινητοποιείται μονάχα από τη βαθιά νοσταλγία για όσα ποτέ δεν είχε.

Σήμερα εκτινάσσεται σαν πάνθηρας για να αρπάξει με τα νύχια την τρυφερή σάρκα της βεβαιότητας... και προσγειώνεται αδέξια ανάμεσα στα σπασμένα παιχνίδια του χρόνου.

Τότε, σκάβει μια τρύπα στην τέφρα της παραίτησης και κουλουριάζεται, αλλά οι μανιασμένες προσδοκίες για νέες ασυγκράτητες πτώσεις δεν ευνοούν το γαλήνιο ύπνο.

Καμιά φορά περπατάει στο δρόμο γράφοντας, παγιδεύεται στα μικρά αδιέξοδα ανάμεσα στα λασπωμένα παρτέρια και η σιωπή γίνεται λίγο λιγότερο εκκωφαντική.