Thursday 29 August 2013

Όταν δίδασκαν στο σχολείο για τις ανθρώπινες σχέσεις, εμείς υφαίναμε ηλιαχτίδες σε διαφανείς διακυρήξεις αιωνιότητας. Αντί απολυτηρίου, πήραμε ένα λευκό τετράδιο, που σιγά σιγά γέμιζε ωδές στο ανικανοποίητο και λίστες με τα ονόματα όσων έχουνε φύγει πια.

Εσύ τους έδιωξες. Εσύ με την ασίγαστη ένταση, τα φριχτά μυστικά και τις ατελείς επιθυμίες. Εσύ με τις αόριστα προκλητικές ματιές σε αγνώστους. Εσύ με τις αλληλοσυγκρουόμενες ελπίδες, τις κλειστές πόρτες και τα ορθάνοιχτα παράθυρα.

Κάποιες μέρες νιώθω σαν ένα από τα χτυπημένα εισιτήρια στα σκουπίδια. Μου μένουν ακόμα μια δυο διαδρομές, αρκεί κάποιος να με ανακαλύψει έγκαιρα. Μπορώ ίσως να τον ταξιδέψω και ως το τέλος της γραμμής, αρκεί να με ξεθάψει ανάμεσα στα χάρτινα ποτήρια, τις φλούδες πορτοκαλιού και τις πλαστές ερωτικές επιστολές.

Μέλη βαριά απ' τον καύσωνα. Ψυχή παγωμένη. Μα εσύ δεν πίστεψες ποτέ πως υπάρχει ψυχή. Μόνο νευρώνες, συνάψεις, ένας εγκέφαλος που γερνάει. Το πνεύμα μια παρενέργεια του σώματος. Τίποτα που να σώζεται, καμιά υπόσχεση αθανασίας.

Ο χρόνος τρέχει, τρέχεις κι εσύ για να προλάβεις. Τυχαίες συναντήσεις, φευγαλέα βλέμματα, βίαιοι αποχαιρετισμοί. Θυμίσου να... Ξεχνάς. Η μοναξιά φεύγει και επιστρέφει σαν ριπές ανέμου. Σπας τον καθρέφτη μήπως και καταφέρεις να αντικρύσεις όλα τα πρόσωπα σου ταυτόχρονα. Μάταιος κόπος.

Και τώρα τι; Θα βυθιστούμε ξανά στη σιωπή;

Friday 23 August 2013

Στις θλιμμένες ελλείψεις μας, όλοι αποξενωμένοι. Απογοητεύουμε σχεδόν από συνήθεια.

Αναζητώντας το αύριο, ξεθάβουμε το παρελθόν- άντε μετά να ξεχωρίσεις το φόβο απ' την επιθυμία, τη νοσταλγία απ' την ενοχή, τον έρωτα απ΄την ανάγκη.

Σε τελετές εξαγνισμού, πνιγμένες στο αίμα, περιφέρουμε σαν εικόνα τη φρίκη μας. Μια άνοιξη, μια άνοιξη για να μας σώσει...

Κλειστά παράθυρα με θέα τη θάλασσα των αναμνήσεων κι ένα καράβι έρμαιο των ανέμων- οι υποσχέσεις μας, βαριές σιωπές που βουλιάζουν στην άμμο.

Αντί για άγκυρα είχες καρφώσει ένα γεράνι στο δέρμα μου, είχες ξαπλώσει σ' ένα λιβάδι από θειάφι.

Ωσπου μια μέρα σκόρπισαν σαν πεταλούδες οι ανάσες μας. Σάλπαρες για το πουθενά με το γνωστό σινάφι.

(Οι υποψίες έχασκαν σαν συλημένοι τάφοι.)

Η ειρωνεία, η ειρωνεία...

Thursday 15 August 2013

Μείναμε μόνοι στην πόλη, που σκοτώνει τα παιδιά της. Καυτή άσφαλτος- τα πρωινά μας ξυπνούν τα πυροσβεστικά αεροσκάφη.

Σκέφτομαι πως οι σημαίες ήταν πάντοτε το πιο ταιριαστό σύμβολο της βίας. Σημαίες σε όλα τα χρώματα σκεπάζουν τους νεκρούς αυτού του κόσμου και τους αγέννητους του κόσμου που θα ΄ρθει.

Μείναμε μόνοι μας στην πόλη. Στους δρόμους δεν βλέπω παρά ανέκφραστα πρόσωπα με το βλέμμα χαμηλωμένο. Αμέτρητα εγώ, αμέτρητα εσύ. Αμέτρητα εμείς σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης.

Πόσο εύκολα προσάπτουμε στους Άλλους την κατηγορία της υποκρισίας, κρυμμένοι πίσω από τα λαμπερά προσωπεία μας...

Πόσο ανώδυνα καταδικάζουμε τους λιποτάκτες, ενώ δεν τους προσφέραμε ούτε μια στάλα βεβαιότητας, ούτε ένα κομματάκι έδαφος για να μπορέσουν να σταθούν πλάι μας, ούτε ένα άνοιγμα προς τον ουρανό για να μπορέσουν να μας αγαπήσουν...

Οι πιο σκληροί άνθρωποι που γνώρισα ήταν τελικά οι πιο πληγωμένοι. Φοβάμαι πως μια μέρα τα Ανείπωτα θα μας πνίξουν σε μια ύστατη πράξη εκδίκησης, ξέροντας πως θα χαθούν μαζί μας.

Saturday 10 August 2013

Ύστερα καταλάβαμε πως ήταν λάθος να μετράμε την απόσταση σε χιλιόμετρα. Σε νύχτες μετριέται η απόσταση, σε εβδομάδες και μήνες, σε σιωπές και αποσιωπήσεις.

Την εγγύτητα είχαμε μάθει από μικροί να την αντιλαμβανόμαστε όπως τη θερμοκρασία: Αν έρθεις πολύ κοντά, ενδέχεται να καείς. Μα εσύ κρυώνεις και δεν σταματάς να προσπαθείς να πλησιάσεις. Πιο κοντά. Πιο κοντά.

Σώματα, που αγωνίζονται να γίνουν ένα. Ψυχές, που αδυνατούν να ξεχωρίσουν ποιά από τα σκορπισμένα κομμάτια είναι τα δικά τους. Στο τέλος, μαζεύουν όσα μπορούν να χωρέσουν οι τσέπες τους κι αποχωρούν, τάχα με το κεφάλι ψηλά. Χειμωνιάζει.

Αλλά σε αυτό το όνειρο είναι ακόμα καλοκαίρι. Τι κι αν η απώλεια απλώνει τη βαριά σκιά της πάνω από τους μαζικούς τάφους των αναμνήσεων;

Εσύ έχεις ήδη φυτέψει εκρηκτικά στα θεμέλια της οχύρωσης, που έχτισες για να σε προστατεύει από αδέσποτες βολές και αμφιβόλων προθέσεων τοξοβόλες θεότητες.

Στον απέναντι λόφο, το είδωλο σου χαμογελά προσμένοντας την έκρηξη. Για άλλη μια φορά, είσαι πρόθυμος να ανταλλάξεις όλες τις βεβαιότητες του κόσμου με μια εύθραυστη υπόσχεση τηλεπαθητικής απόδρασης από τη μονωμένη, ακέραια πραγματικότητά σου.

Ολόκληρη η ύπαρξη σου, ένα κόκκινο λουλούδι ευλαβικά αφημένο στο βωμό των ανεξερεύνητων πιθανοτήτων.

Monday 5 August 2013

Υπερσιβηρικός

Καθώς το τρένο διέσχιζε τη στέπα, πιάσαμε πάλι την κουβέντα της ελευθερίας.

«Κάποτε σκέφτομαι πως ίσως τελικά αυτή η ανάγκη ώθησε τους ανθρώπους να χτίσουν τον παράδεισο. Αλλοτε σκέφτομαι πως είναι η λαχτάρα του θανάτου», απήγγειλες, ανασύροντας από τη μνήμη σου στίχους κάποιου εφηβικού ποιήματος.

«Δημιουργήσαμε τον παράδεισο για να μη μας τρομάζει ο θάνατος», συμφώνησε η σκιά σου. «Τον πλάσαμε τόσο ιδανικό, που η ζωή άρχισε να μας φαίνεται ανυπόφορη στη σύγκριση.

«Από τότε αυτοκτονούμε ένας ένας, πέφτουμε από ουρανοξύστες, γευόμαστε με ενθουσιασμό το δηλητήριο, πιέζουμε ανυπόμονα τη σκανδάλη...

«Οταν μας βρίσκουν, το πρωί, σκουπίζουν απ’ το πάτωμα χιλιάδες βαθυκόκκινες κηλίδες ανατιναγμένου παραδείσου».

Είπαμε κι άλλα πολλά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, ενώ μετρούσαμε τ’ αστέρια, που έπεφταν απ’ το ταβάνι. Όταν μας τέλειωσαν οι ευχές, ευχόμασταν μόνο να σταματήσουν να πέφτουν, να πάψουν επιτέλους να μας υπενθυμίζουν ότι δεν είχαμε πια τίποτα να περιμένουμε.

Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μας αποσυναρμολόγισαν για τη μετακόμιση. Ανάμεσα στα δάχτυλα μας είχαν φυτρώσει μαργαρίτες.

Κάπου μακριά, το τρένο ακόμα διέσχιζε τη στέπα.