Friday 18 July 2014

Άρνηση

Έπρεπε να ζήσουν χίλια χρόνια στο σκοτάδι για να μάθουν να διακρίνουν το φως. Όσο για μας, ακολουθήσαμε τα ρυάκια ως το μεγάλο ποτάμι και κυλήσαμε μαζί του μέχρι την ακτή. Κούραση δε νιώσαμε ποτέ- ήταν καλοκαίρι. Μετρούσαμε ξανά τον χρόνο σε αναπνοές, δροσοσταλίδες και τυχαία αγγίγματα.

Οι πιο θαρραλέοι αψηφούσαν την απογοήτευση και έσκαβαν στο χώμα αναζητώντας θαμμένα πεφταστέρια. Γύριζαν μονίμως με άδεια χέρια, κέρδιζαν όμως το θαυμασμό των παιδιών- όλοι έχουμε ανάγκη από ήρωες, κυρίως αφηρημένους ονειροπόλους ήρωες με λασπωμένα ρούχα και μηδενικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.

Στην αρχή του χειμώνα, βέβαια, κατάφεραν να μας ανακαλύψουν. Μας πακετάρισαν σε κούτες, έγραψαν πάνω τα ονόματα μας και μας επέστρεψαν με συνοπτικές διαδικασίες στα σπίτια μας- μόνο που δεν θύμιζαν σπίτια πια.

Παγωμένος αέρας έμπαινε από τις τρύπες στους τοίχους, περιστέρια φώλιαζαν στα φωτιστικά, τα έπιπλα είχαν καλυφθεί με σκόνη και σωρούς κίτρινων φύλλων, οι πινακίδες του δρόμου ήταν γραμμένες σε μια άγνωστη γλώσσα και δεν μπορούσαμε να στείλουμε τη διεύθυνση στους φίλους μας. Αν δηλαδή είχαμε ακόμα φίλους σε εκείνον τον τόπο. Υποθέταμε πως τους είχαν εξορίσει προ πολλού.

Φτιάξαμε όπως όπως ένα καταφύγιο σε μια γωνιά της αυλής. Όταν χιόνιζε, μαζευόμασταν γύρω από έναν μικρό αμμόλοφο για να ζεστάνουμε τα χέρια μας. Ήταν υγρός και κρύος, μα εμείς τον φανταζόμασταν να καίει από την ανάμνηση του αυγουστιάτικου ήλιου, κι όταν περνούσαν λεωφορεία ορκιζόμασταν πως ακούγαμε τη θάλασσα.

Thursday 3 July 2014

Παραλήπτης άγνωστος

Tο τελευταίο από τα γράμματα, που επέστρεφε κάθε πρωί ο ταχυδρόμος, μιλούσε για τη γοητεία της μελαγχολίας και άλλες χαριτωμένες κοινοτοπίες. Αυτό που κάνει τη Γη να γυρίζει, έγραφε, δεν είναι η βαρύτητα, αλλά η επιθυμία.

Θα ήθελα να σου έδειχνα πώς να αφουγκράζεσαι τη σιωπή, να ενθουσιάζεσαι με ασημαντότητες, όπως ένας τσαλαπετεινός στην άκρη του δρόμου, η μυρωδιά της βροχής ή τα πρώτα τζιτζίκια του καλοκαιριού.

Θα 'θελα να σου μάθαινα τα ονόματα των δέντρων και των αστεριών ή, καλύτερα, να τους δίναμε δικά μας ονόματα και να μην τα ξεχνούσαμε ποτέ. Θα 'θελα η λαχτάρα σου για τρυφερότητα να μη μεταμφιεζόταν σε απαιτητικότητα και οι φόβοι σου να μην ύψωναν φράγματα ανάμεσα μας.

Θα ήθελα να καταλάβαινες γιατί με τρομάζουν περισσότερο οι άνθρωποι από τις αράχνες, να διάβαζες τις σκέψεις μου σαν ανοιχτό βιβλίο, να ήξερες να γαληνεύεις τις καταιγίδες μέσα μου ψιθυρίζοντας στην παράξενη γλώσσα, που ηρεμεί τα σκυλιά και τα πολύ μικρά παιδιά.

Θα 'θελα να ήμουν ήλιος, για να σε εντυπωσίαζα με τη λάμψη μου και όχι μια μαύρη τρύπα που απορροφά το φως, ένας παλιάτσος με αδέξιο βάδισμα και δανεικές βεβαιότητες.

Θα ήθελα να μην θέλω τίποτα πια, μόνο να περιπλανιέμαι σαν δορυφόρος, που κατάφερε να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα των βαρυτικών δυνάμεων και τώρα αιωρείται, ελεύθερος και μόνος, στο αχανές σκοτάδι του διαστήματος.