Friday 19 December 2014

Υποθέσεις

Aργά ή γρήγορα θα άρχιζαν ξανά να μετρούν την απόσταση σε αποσιωπήσεις, μικρά αθώα ψέματα και βουβές απογοητεύσεις.

Ύστερα θα τους μπέρδευαν οι υπολογισμοί και θα βυθίζονταν ξανά στη μοναχική πληρότητα ενός αδιάσπαστου σύμπαντος.

Αργά ή γρήγορα θα πατούσαν τη σκανδάλη και θα σκόρπιζαν θραύσματα αγέννητων ονείρων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Σαν δορυφόροι θα διέγραφαν ελλειπτικές τροχιές στο γαλαξία της ματαιότητας, γνωρίζοντας πως ό,τι αγάπησαν θα γίνει στάχτη, πως το κύμα θα σβήσει τα ίχνη τους στην άμμο και τα ονόματα τους θα ξεχαστούν.

Κι όπως θα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αρπαχτούν από το φευγαλέο αδηφάγο Σήμερα, θα μετατρέπονταν σε χιονονιφάδες μισολιωμένων προσδοκιών, θα κατακυλούσαν αβοήθητα προς το ένα αναπότρεπτο Τέλος...

Και δεν θα άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμα τους.

Thursday 20 November 2014

Προσγείωση

Είδαν τον ήλιο να δύει πάνω από τα κουφάρια των παλιών καραβιών, ένα μουντό απόγευμα της εφηβείας τους. Ορκίστηκαν τότε να μείνουν ζωντανοί για όσο ακόμα θα μπορούσαν να διαβάζουν, για όσο ακόμα θα υπήρχαν βιβλία. Η λογοτεχνία ήταν το πρώτο ναρκωτικό τους. Αργότερα θα δοκίμαζαν κι άλλα, μα ποτέ κανένα το ίδιο αποτελεσματικό.

Μεγαλώνοντας, έπαψαν να ερωτεύονται ανεξερεύνητα τοπία, διάττοντες αστέρες και αποδημητικά πουλιά. Έστρεψαν την προσοχή τους στους ανθρώπους- αγαπούσαν ανθρώπους που έφευγαν αναζητώντας πιο θερμά κλίματα, ανθρώπους που διέγραφαν φαντασμαγορικές φλεγόμενες τροχιές πριν διαλυθούν στο έδαφος, ανθρώπους που ήταν αδύνατον να χαρτογραφηθούν.

Μεγαλώνοντας, ανακάλυψαν πως η ωριμότητα ήταν ένα άπιαστο ιδανικό και η φαντασία το μοναδικό τους καταφύγιο από την κυνική, αποστεγνωμένη πραγματικότητα των ενηλίκων. Δεν ανησυχούσαν πια μήπως τους τελειώσουν οι λέξεις. Τις ηλιόλουστες μέρες, η ζωή έμοιαζε σχεδόν ευφικτή.

Wednesday 15 October 2014

Ανεπίσημα νεκροί

Ονειρευόταν το ποτάμι. Καμπύλες γραμμές, επιπλέουσες επιθυμίες, αφρισμένα όνειρα. Ένα εύθραυστο καλοκαίρι στις αρχές του χειμώνα.

Τα παιδιά μεγάλωσαν, δεν φοβούνται πια το σκοτάδι. Μόνο η ζωή τα τρομάζει λιγάκι. Το αδρό περίγραμμα της ματαιότητας. Η μοναξιά με το υπνωτικό της άγγιγμα. Απόγνωση απαλή σαν χάδι.

Ευτυχώς η πάθηση σας έχει όνομα, λένε. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής. Τι μπορεί να διαταράσσει την ελλειμματική προσοχή, αναρωτιέσαι; Δεν σου πολυαρέσει η φράση, θα προτιμούσες κάτι πιο ποιητικό.

Σύνδρομο αποσπασματικής επίγνωσης, για παράδειγμα. Λανθάνων μανιοσουρεαλισμός. Εκφυλιστική μελαγχολία. Καλπάζουσα κακοήθης νοσταλγία. Η χρόνια ενδοσκόπηση αναμφίβολλα κατατάσσεται στην κατηγορία των αυτοάνοσων νοσημάτων.

Ο,τι έχει όνομα έχει και θεραπεία, λένε. Αν όχι, τουλάχιστον η διάγνωση εξασφαλίζει ένα άριστο πιστοποιητικό θανάτου. Ο θάνατος από γνωστά αίτια είναι, φυσικά, προτιμότερος. Εμπνέει σεβασμό. Θερμά συλληπητήρια. Και τα σχετικά.

Ανησυχώ πως μια μέρα θα πεθάνουμε ακριβώς όπως ζήσαμε- αναιτιολόγητα.

Wednesday 8 October 2014

Καλλιεργητές θετικών προσδοκιών

Μου αρέσει να την φαντάζομαι να περιπλανιέται τις νύχτες στις σήραγγες του ηλεκτρικού. Καπνίζει αποτσίγαρα χαζεύοντας τα γκράφιτι, ταϊζει ψίχουλα τους αρουραίους, κοιμάται γαλήνια με το κεφάλι ακουμπισμένο στις ράγες.

Δεν αισθάνεται φόβο- κανένας δεν της έχει μιλήσει για το θάνατο, για υποχθόνια πλάσματα και ανθρώπους με εχθρικές προθέσεις, για επικίνδυνα ατυχήματα, μικρόβια ή αρρώστιες.

Δες πως ανθίζουν τα χωράφια της μνήμης, ο έρωτας ήταν ανέκαθεν ένα παιχνίδι εξουσίας και η απόλυτη εμπιστοσύνη ένα όμορφο ψέμα σαν τις νεράιδες ή τον άγιο βασίλη.

Μην εγκαταλείπεις την ελπίδα, θα τραγουδάμε ώσπου να μας νικήσει η σιωπή, θα πιστεύουμε πως μπορούμε να πετάξουμε μέχρι το έδαφος να μας συνθλίψει, θα γοητευόμαστε από τις φλόγες και θα υπομένουμε σιωπηλά, γεμάτοι απορία, τον πόνο στα ακροδάχτυλα μας από το άγγιγμα της φωτιάς.

Thursday 2 October 2014

Μεταξοσκώληκες

Δεν τρομάζεις πια όταν στερεύει ο χείμαρρος των ακριβοπληρωμένων επώδυνων λέξεων. Χαμογελάς στο άγνωστο και αφήνεις τον μανδύα της σιωπής να γλιστρήσει απαλά πάνω στο δέρμα σου. Λουφάζεις μέσα στο διάφανο κουκούλι σου, δοκιμάζεις την ανοίκεια γεύση της πληρότητας χωρίς να αναρωτιέσαι πόσο διαρκεί.

Κι όταν καμιά φορά βγάζεις έξω το κεφάλι σου για μια στιγμιαία εισπνοή, απορείς με την βιαιότητα του ανέμου που κάποτε ένιωθες σαν χάδι στο πρόσωπο σου. Συνειδητοποιείς πως η μοναξιά ήταν το οξυγόνο σου, όμως πόσο εύκολα εξασκήθηκες στην άπνοια, πόσο πρόθυμα υπέδειξες τα ανυπεράσπιστα σημεία των οχυρών σου στον εχθρό, πόσο αδιάφορα έστειλες τους πολεμιστές σου σε βέβαιο θάνατο...

Άραγε θα μας βρουν μια μέρα οι λογιστές της ματαιότητας απαιτώντας να εξαργυρωθούν μία μία οι λευκές υποσχέσεις μας; Αραγε θα λαχταρήσουμε ξανά την επάρκεια ενός αυτόφωτου πυρήνα; Αραγε θα συγχωρέσουμε ποτέ όσους μας είδαν γυμνούς, ευάλωτους, φριχτά σημαδεμένους μα τόλμησαν, αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις, να μας αγαπήσουν;

Thursday 11 September 2014

Θύμισε μου πόσο εύκολα ξεχνάμε

Πριν ξημερώσει μας ξυπνάει απότομα μία βαθιά υπαρξιακή αγωνία. Βρέχει και επιπλέουμε σαν νεκροί κροκόδειλοι στα κίτρινα νερά του ποταμού.

Έξω κάνει ψύχρα. Μυρίζει υγρασία, θλίψη και φθινοπωρινή ερήμωση. Αλλά δεν φοβόμαστε τις εποχές πια- έτσι κι αλλιώς έρχονται πάντοτε μεταμφιεσμένες.

Ναι, τον τελευταίο καιρό οι εποχές κρατούν στα χέρια τους πλαστές μονιμότητες, τάχα για να μας τις προσφέρουν ανιδιοτελώς. Στοιβάζουν πρόχειρα σακούλες γεμάτες ελαφρυντικά, αποτυχίες και προσχήματα στη ντουλάπα μαζί με τα ρούχα της προηγούμενης σεζόν.

Αν κοιτάξω προσεκτικά ανάμεσα από τις χαραμάδες, ξέρω πως θα σε δω να παραμονεύεις σιωπηλά, μικρέ παράφορε ήλιε με τις τσουρουφλισμένες βλεφαρίδες και τις σπασμένες αλυσίδες τυλιγμένες στους αστραγάλους σου σαν μεταλλική ανάμνηση απελευθέρωσης.

Thursday 21 August 2014

Ύφεση αμαρτιών

Αν δεν της αποκάλυπτε τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του, ήταν για να την προστατέψει από τα θραύσματα των εσωτερικών του εκρήξεων.

Δίσταζε να της πει, η ζωή είναι το τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη νοσταλγία για ένα παρελθόν, που ποτέ δεν ζήσαμε, και τον τρόμο μπροστά στο Άγνωστο του μέλλοντος. Ακροβατούμε παραπαίοντας, με εξαίρεση εκείνες τις σπάνιες φορές που απογειωνόμαστε αφήνοντας πίσω μας πολύχρωμα σύννεφα υδρατμών.

Τότε ξαφνικά ο χρόνος αρνείται να υποταχτεί στα ρολόγια και οι στιγμές γίνονται αυτοσκοπός. Ναι, υποψιάζομαι πως όλα τα ναρκωτικά και όλες οι θρησκείες γεννήθηκαν ως φτωχές, απεγνωσμένες απομιμήσεις αυτού του συναισθήματος.

Κι αν η πραγματικότητα μας είναι μια αργή βασανιστική πορεία μέσα από τα διαδοχικά στάδια της φθοράς, αν η μόνη αδιάσειστη βεβαιότητα της ανθρωπότητας είναι το αμετάκλητο του θανάτου, δε βλέπω άλλη διέξοδο πέρα από το να ριχτούμε σαν διψασμένα παιδιά στη δροσιά του αφρισμένου ποταμού, να πιούμε αχόρταγα από την πηγή της τρέλας και της αγαλλίασης, να ξεχαστούμε παίζοντας με τα αστραφτερά βότσαλα μέχρι να πέσει η νύχτα και να βυθιστούμε σε έναν ανέμελο χορτάτο ύπνο δίχως όνειρα.

Ποιός ξέρει, μπορεί το πιο βαθύ σκοτάδι τελικά να οδηγεί στο φως.

Wednesday 6 August 2014

Επιστροφή

Η ευτυχία δεν χρειάζεται αυτόπτες μάρτυρες. Kαμιά φορά, ωστόσο, τους προκαλούσε δέος η αντανάκλαση του γαλαξία στα μάτια του οικείου όσο και απρόσιτου Άλλου.

Νόμιζαν πως ήταν πλέον πολύ σκληροί για να αισθανθούν, πολύ κυνικοί για να πιστέψουν, πολύ φθαρμένοι για να ψιθυρίσουν χιλιοειπωμένες φράσεις, πολύ μεγάλοι για να χτίσουν κάστρα στην άμμο, να φοβηθούν το σκοτάδι, να μιμηθούν τις κραυγές των αγριοκάτσικων ή να αφουγκραστούν τη μελωδία των αστεριών.

Τους απασχολούσε, προπάντων, το ενδεχόμενο οριστικής απώλειας της μοναδικότητας εξαιτίας της αέναης αναπαραγωγής ορισμένων τάχα ανεπανάληπτων στιγμών στο πέρασμα του χρόνου.

Όταν τους τρόμαζε το μέλλον, δεν ήταν επειδή δείλιαζαν μπροστά στο άγνωστο, αλλά γιατί δεν θα άντεχαν να έρθουν αντιμέτωποι με μια ακόμα φτηνή, προδιαγεγραμμένη απομίμηση του παρελθόντος.

Φυσικά είχαν κάνει λάθος, πάλι.

Και τις νύχτες ανακάλυπταν την άσπιλη γαλήνη που κρύβεται μέσα στον πυρήνα της έντασης. Ήξεραν πια πως ο υπόκωφος ήχος των κυματων θα τους συντρόφευε για πάντα.

Friday 18 July 2014

Άρνηση

Έπρεπε να ζήσουν χίλια χρόνια στο σκοτάδι για να μάθουν να διακρίνουν το φως. Όσο για μας, ακολουθήσαμε τα ρυάκια ως το μεγάλο ποτάμι και κυλήσαμε μαζί του μέχρι την ακτή. Κούραση δε νιώσαμε ποτέ- ήταν καλοκαίρι. Μετρούσαμε ξανά τον χρόνο σε αναπνοές, δροσοσταλίδες και τυχαία αγγίγματα.

Οι πιο θαρραλέοι αψηφούσαν την απογοήτευση και έσκαβαν στο χώμα αναζητώντας θαμμένα πεφταστέρια. Γύριζαν μονίμως με άδεια χέρια, κέρδιζαν όμως το θαυμασμό των παιδιών- όλοι έχουμε ανάγκη από ήρωες, κυρίως αφηρημένους ονειροπόλους ήρωες με λασπωμένα ρούχα και μηδενικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.

Στην αρχή του χειμώνα, βέβαια, κατάφεραν να μας ανακαλύψουν. Μας πακετάρισαν σε κούτες, έγραψαν πάνω τα ονόματα μας και μας επέστρεψαν με συνοπτικές διαδικασίες στα σπίτια μας- μόνο που δεν θύμιζαν σπίτια πια.

Παγωμένος αέρας έμπαινε από τις τρύπες στους τοίχους, περιστέρια φώλιαζαν στα φωτιστικά, τα έπιπλα είχαν καλυφθεί με σκόνη και σωρούς κίτρινων φύλλων, οι πινακίδες του δρόμου ήταν γραμμένες σε μια άγνωστη γλώσσα και δεν μπορούσαμε να στείλουμε τη διεύθυνση στους φίλους μας. Αν δηλαδή είχαμε ακόμα φίλους σε εκείνον τον τόπο. Υποθέταμε πως τους είχαν εξορίσει προ πολλού.

Φτιάξαμε όπως όπως ένα καταφύγιο σε μια γωνιά της αυλής. Όταν χιόνιζε, μαζευόμασταν γύρω από έναν μικρό αμμόλοφο για να ζεστάνουμε τα χέρια μας. Ήταν υγρός και κρύος, μα εμείς τον φανταζόμασταν να καίει από την ανάμνηση του αυγουστιάτικου ήλιου, κι όταν περνούσαν λεωφορεία ορκιζόμασταν πως ακούγαμε τη θάλασσα.

Thursday 3 July 2014

Παραλήπτης άγνωστος

Tο τελευταίο από τα γράμματα, που επέστρεφε κάθε πρωί ο ταχυδρόμος, μιλούσε για τη γοητεία της μελαγχολίας και άλλες χαριτωμένες κοινοτοπίες. Αυτό που κάνει τη Γη να γυρίζει, έγραφε, δεν είναι η βαρύτητα, αλλά η επιθυμία.

Θα ήθελα να σου έδειχνα πώς να αφουγκράζεσαι τη σιωπή, να ενθουσιάζεσαι με ασημαντότητες, όπως ένας τσαλαπετεινός στην άκρη του δρόμου, η μυρωδιά της βροχής ή τα πρώτα τζιτζίκια του καλοκαιριού.

Θα 'θελα να σου μάθαινα τα ονόματα των δέντρων και των αστεριών ή, καλύτερα, να τους δίναμε δικά μας ονόματα και να μην τα ξεχνούσαμε ποτέ. Θα 'θελα η λαχτάρα σου για τρυφερότητα να μη μεταμφιεζόταν σε απαιτητικότητα και οι φόβοι σου να μην ύψωναν φράγματα ανάμεσα μας.

Θα ήθελα να καταλάβαινες γιατί με τρομάζουν περισσότερο οι άνθρωποι από τις αράχνες, να διάβαζες τις σκέψεις μου σαν ανοιχτό βιβλίο, να ήξερες να γαληνεύεις τις καταιγίδες μέσα μου ψιθυρίζοντας στην παράξενη γλώσσα, που ηρεμεί τα σκυλιά και τα πολύ μικρά παιδιά.

Θα 'θελα να ήμουν ήλιος, για να σε εντυπωσίαζα με τη λάμψη μου και όχι μια μαύρη τρύπα που απορροφά το φως, ένας παλιάτσος με αδέξιο βάδισμα και δανεικές βεβαιότητες.

Θα ήθελα να μην θέλω τίποτα πια, μόνο να περιπλανιέμαι σαν δορυφόρος, που κατάφερε να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα των βαρυτικών δυνάμεων και τώρα αιωρείται, ελεύθερος και μόνος, στο αχανές σκοτάδι του διαστήματος.

Sunday 29 June 2014

Η ελευθερία δεν έχει εξόδους κινδύνου

Όλοι όσοι αγαπήσαμε και χάσαμε στη διαδρομή- τι σημασία έχει, στο τέλος, ποιός πλήγωσε ποιόν ή πιο πολύ-, μεταμορφώθηκαν στα μικρά τρυφερά φαντάσματα, που κουβαλάμε παντού μαζί μας για να μας θυμίζουν πως ζήσαμε, πως νιώσαμε, πως σταθήκαμε γυμνοί κάτω από τη βροχή και τον ήλιο, πως αφεθήκαμε με την ίδια εγκατάλειψη στην αγαλλίαση και την οδύνη.

Κι όταν δεν θα μας στοιχειώνουν πια οι ενοχές και οι αμφιβολλίες, όταν δεν θα ξυπνάμε μέσα στη νύχτα κλαίγοντας από νοσταλγία, όταν θα πάψουμε να αναζητάμε καταφύγιο στο πάθος ακροβατώντας ανάμεσα στον τρόμο και την έκσταση, τότε μόνο να θρηνήσεις για μας.

Γιατί η ανάμνηση του πόνου- του δικού μας ή των Άλλων-, είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπινους, ο φόβος της απώλειας αυτό που μας διαχωρίζει από τους νεκρούς κι ο έρωτας η ευφήμερη, πεισματική απόδραση μας από την αιωνιότητα του αναπόφευκτου.

Tuesday 17 June 2014

Παρερμηνείες

(1)
Το σταχτί σύννεφο, που πλανάται πάνω από τα Δευτεριάτικα πρωινά, λένε πως σχετίζεται με τις ηφαιστιακές εκρήξεις του Σαββατοκύριακου. Την αλήθεια τη γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν γεννηθεί Κυριακή βράδυ.

Η Δευτέρα ήταν το ανυπόφορο φως, που αντίκρυσαν όταν άνοιξαν τα ζαρωμένα βλέφαρα τους στο πρώτο πρωινό ξύπνημα. Ηταν η νοσταλγία για το υγρό, ζεστό ημίφως, από όπου τους απέσπασαν βίαια και αμετάκλητα.

Η Δευτέρα κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις: ημερομηνίες, μετρήσεις, εμβόλια. Μύριζε απολυμαντικό, ηχούσε σαν το κλάμμα δεκάδων αγουροξυπνημένων νεογέννητων, είχε τα παχουλά χέρια και τα λαίμαργα μάτια των συγγενών, που βιάζονταν να επισημάνουν τις προφανείς ομοιότητες.

(2)
Είχε γεννηθεί ξημερώματα Δευτέρας. Η μέρα τον βρήκε άυπνο και εξαντλημένο. Για τους γονείς του, ήταν ένα δώρο, το επιστέγασμα μακρών και επίπονων προσπαθειών. Πριν τον γνωρίσουν, τον είχαν ήδη λατρέψει.

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα έπλαθε με τη φαντασία του μία διαφορετική αφετηρία για τον εαυτό του. Άλλοι στη θέση του θα άνθιζαν μέσα σε τόση τρυφερότητα. Εκείνος λύγιζε κάτω από το βάρος της.

Ήθελε να είναι το ενθύμιο μιας νύχτας πάθους, καρπός ενός μεγάλου απαγορευμένου έρωτα, το μοιραίο λάθος που άλλαξε οριστικά την πορεία των γεγονότων.

Ηθελε, πριν τον αγαπήσουν, να τον είχαν μισήσει. Τότε θα μπορούσε να κερδίσει την εύνοια τους, να φανεί άξιος της φροντίδας τους, να κατακτήσει λίγο λίγο τις καρδιές τους. Αλλά με αυτή την τυφλή, σπάταλη, εξισωτική αγάπη δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί ποτέ.

(3)
Μας πήρε πολύ καιρό να καταλάβουμε πως η λαχτάρα μας για θάνατο ήταν, στην πραγματικότητα, το μεταμφιεσμένο πάθος για ζωή.

Thursday 12 June 2014

Η απενοχοποίηση της αισιοδοξίας (δεν είναι εύκολη υπόθεση)

Στην χωματερή των στερεοποιημένων ενοχών, των ανεκπλήρωτων ευχών και των προδομένων παιδικών ονείρων ανακαλύπτεις τυχαία κάτι τόσο αμόλυντο, που σε τυφλώνει με το φως του.

Kάνεις ένα τρομαγμένο βήμα πίσω, το περιεργάζεσαι από ασφαλή απόσταση. Μοίαζει με μικρογραφία αστεριού. Ένας μετεωρίτης στο μέγεθος της παλάμης σου, ο οποίος κατάφερε να διασχίσει όλα τα στρώματα της ατμόσφαιρας χωρίς να χάσει τη λάμψη του.

Ύστερα πλησιάζεις, απλώνεις διστακτικά το χέρι σου, τολμάς να το αγγίξεις με τα ακροδάκτυλα σου. Σε καίει. Ο πόνος είναι γλυκός, εθιστικός, σε υπερβαίνει και σε αφήνει διψασμένο.

Συνειδητοποιείς ξαφνικά πως ότι νόμιζες οριστικά χαμένο είχε απλώς θαφτεί κάτω από τους σωρούς φόβων και απογοητεύσεων, που ξεφόρτωναν τόσα χρόνια τα φορτηγά.

Ρωτάς από πού πηγάζει αυτή η πρωτόγνωρη ακλόνητη βεβαιότητα και πώς βρίσκει τη δύναμη να αψηφά τις επίμονες απόπειρες της αμφισβήτησης να τη δαμάσει.

Κάπου κάπου σε πανικοβάλλουν οι πιο αδιόρατες αναταράξεις. Αντιμετωπίζεις τα αμελητέα παραπτώματα σου ως μοιραία σφάλματα, σπεύδεις να καταδικάσεις τον εαυτό σου και αναμένεις τη δίκαιη τιμωρία.

Αλλά η μόνη ποινή που σου επιβάλλεται είναι να ξαναμάθεις την ξεχασμένη διάλεκτο των θετικών συναισθημάτων.

Ακόμα φοβάσαι. Ακόμα θυμάσαι. Σκέφτεσαι πως μπορεί να είναι όλα ένα δημιούργημα της κουρασμένης φαντασίας σου. Αναρωτιέσαι αν θα ξυπνήσεις. Και πώς. Και πότε.

Στο βάθος, όμως, αδιαφορείς για τις απαντήσεις. Αφήνεσαι, ωθούμενος από κάποια ωμή, ακατέργαστη παρόρμηση, να κατρακυλήσεις στους καυτούς αμμόλοφους. Ο κυνισμός σου εξατμίζεται σαν νερό κάτω από τον ήλιο της ερήμου.

Κι όταν η ζέστη σε εξαντλεί, αναζητάς τη γαλήνη στις μυστικές δροσερές οάσεις. Κι ούτε που έχει πια σημασία αν είναι πραγματικές ή αντικατοπτρισμοί: σε αυτόν τον πλανήτη, τα πάντα είναι αληθινά, αρκεί να τα πιστεύουμε.

Wednesday 4 June 2014

Φωτεινό πράσινο σαν τις νεαρές πευκοβελόνες

Οι σοβαροί μπορεί να μην καταλάβουν ποτέ, όμως για μας η ευτυχία θα έχει πάντα κλαράκια μπλεγμένα στα μαλλιά της, βλεφαρίδες άσπρες από το αλάτι, γδαρμένα γόνατα και άρωμα αντηλιακού.

Θα βυθίζει λαίμαργα το πρόσωπο της σε φέτες καρπουζιού, θα σκαρφαλώνει στα πεύκα για να ψιθυρίσει στα τζιτζίκια, και τις νύχτες θα αποκοιμιέται στα βότσαλα προσπαθώντας να μετρήσει τα αστέρια.

Θα λαχανιάζει σε φιδογυριστούς χωματόδρομους κάτω από τον καυτό ήλιο, θα μεταμφιέζεται φορώντας τις αποχρώσεις ενός αφόρητα νοσταλγικού δειλινού, θα κυλιέται σαν σκύλος στη βρεγμένη άμμο και θα εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά για να στεγνώσει τα ανεξήγητα μεταμεσονύχτια δάκρυα μας.

Θα τραγουδάει παράφωνα, θα ερωτεύεται σχεδόν από πείσμα, θα επιμένει πως ο χρόνος έχει τρεις μήνες- Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο- και πως η ωριμότητα είναι ωφέλιμη μόνο για τα φρούτα, θα μιλάει αποκλειστικά με τετριμμένα καλοκαιρινά κλισέ και θα σχεδιάζει ευφήμερες αιώνιες αποδράσεις από τον πλανήτη Πραγματικότητα.

Wednesday 28 May 2014

Προσοχή χρώματα

Όταν σε πνίγει η μοναξιά, ταξιδώτη με το κουρασμένο χαμόγελο, να θυμάσαι όσους θέλησαν να σε προστατέψουν από τον ίδιο σου τον εαυτό.

Όχι εκείνους, που στο όνομα τους γέμιζες αμέτρητες σελίδες με έμμετρες ασυναρτησίες και ωδές στην αυτολύπηση. Τους άλλους, με το τρυφερό βλέμμα, το διστακτικό άγγιγμα και τις σιωπηλές επιθυμίες.

Να αναπολείς, όχι τις βουτιές στο κενό, αλλά τις βόλτες στον ήλιο, όχι τους λαμπερούς διάττοντες αστέρες, αλλά τους πλανήτες, που πρόθυμα περιορίζονταν σε μια ταπεινή τροχιά δορυφόρου αρκεί να περιστρεφόσασταν ο ένας γύρω από τον άλλο.

Ναι, λέω για εκείνους που αγάπησες πριν τους προδώσεις, πριν τους αφήσεις να φύγουν αναζητώντας άλλα, πιο φιλόξενα σύμπαντα.

Έκλαψες, ύστερα, μίσησες τον εαυτό σου, σκέφτηκες πως ίσως δεν ήσουν πλασμένος για την ευτυχία, πως ακόμα δεν είχες μάθει να ξεχωρίζεις τη γαλήνη από την πλήξη, την πληρότητα από την αδράνεια, τη συνύπαρξη από το συμβιβασμό.

Μα όταν ερχόταν η στιγμή της επιλογής, διάλεγες πάντα τη φωτιά, τη φθοροποιό ένταση, τα ανεξέλεγκτα πάθη.

Κι όταν, από τύχη ή απελπισία, έβρισκες καταφύγιο σε ένα προφυλαγμένο λιμάνι, η σκέψη σου συνέχιζε να περιπλανιέται- άφηνες να σε αγγίξουν, αλλά όχι να σε γνωρίσουν, έδινες όμως δεν μπορούσες να δοθείς, διαιρούσες μα δεν ήξερες στ' αλήθεια να μοιράζεσαι.

Όταν, λοιπόν, νιώθεις να σε καταπλακώνει το βάρος όλης της ανθρωπότητας, να θυμάσαι πως κάθε μικρή ή μεγάλη απώλεια ήταν το τίμημα, που έπρεπε να πληρώσεις για να κερδίσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου.

Να θυμάσαι πως εμείς, οι εραστές της μοναξιάς, οι τάχα δυστυχείς και βασανισμένοι, θα θυσιάζαμε πρόθυμα όλα τα λιμάνια του κόσμου για την υπόσχεση ενός απρόβλεπτου, παράτολμου, αντίξοου ταξιδιού.

Γιατί βαθιά μέσα μας ξέρουμε πως οι ζωές μας θα ήταν ασπρόμαυρες χωρίς αυτές τις πολύχρωμες, πολύτιμες μικρές ματαιότητες.

Tuesday 20 May 2014

Λύκος

Κυλιστείτε στη στάχτη ποιητές, ούτε η βροχή, ούτε ο πόνος αρκούν για να εξαγνίσουν τις άρρωστες σκέψεις σας.

Καταδικασμένοι να σέρνεστε στις ανήλιαγες σήραγγες ως τα έγκατα του τρόμου, να απαρνιέστε ξανά και ξανά τα καταφύγια, που απλόχερα σας προσφέρουν όσοι εξακολουθούν, για ανεξιχνίαστα αίτια, να σας ερωτεύονται.

Οταν ουρλιάζει κοιτώντας ψηλά, δεν είναι για το φεγγάρι, αλλά για την χαμένη αθωότητα, τώρα αφημένη να την ψηλαφούν χέρια αγνώστων στα παζάρια της χυδαιότητας και της πλήξης.

Το χάος δεν έχει πρόσωπο, λέει, γι' αυτό δεν γνωρίζει από προδοσία.

Έτσι απόψε ταϊζει χωρίς έλεος τη φωτιά με πολεμικές ιαχές, όνειρα-ζητιάνους, μνήμες ταπείνωσης, τυραννικές χημικές αντιδράσεις, μυστηριώδεις συμπτώσεις, παράφορα καταδιωγμένα πάθη και ασυγχώρητες αδυναμίες.

Tuesday 13 May 2014

«Tι φοβάσαι λοιπόν;»

Mόλις ήχησαν οι πρώτες νότες της σιωπηλής μελωδίας, το σούρουπο πάγωσε και έσπασε σε χιλιάδες μικροσκοπικά θραύσματα, που σκόρπισαν παντού και άρχισαν να λιώνουν καθώς προσπαθούσαμε να τα μαζέψουμε.

«Έχει γεύση παγωτό σοκολάτα!», φώναξες. Έγλειφες τα δάχτυλα σου και γελούσες. Τα χείλη σου είχαν βαφτεί μωβ, πορτοκαλί και σκούρο γαλάζιο.

Ξυπνήσαμε σε μια έρημη ακρογιαλιά λίγο πριν ξημερώσει. «Εδώ μπορεί επιτέλους να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το ηλιοβασίλεμα από την ανατολή», σου είπα, ελπίζοντας ίσως πως υπήρχε ακόμα χρόνος για την εκπλήρωση μιας μισοξεχασμένης παιδικής υπόσχεσης.

Στα μάτια σου, βλέπεις, κάποτε είχα δει για πρώτη φορά τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται απαλλαγμένος από την τερατόμορφη μάσκα του. Αλλά δεν ήξερες πια να μιλάς, με κοιτούσες αδιάφορα ώσπου ο πρωινός ήλιος έδιωξε τις σκιές και κατάλαβα πως δεν ήσουν παρά ένας αντικατοπτρισμός της κουρασμένης φαντασίας μου.

Πίσω μου, στο ενεχυροδανειστήριο συναισθημάτων, συνωστίζονταν ήδη οι πρώτοι απογοητευμένοι της ημέρας που, αγνοώντας την πινακίδα «αιωνιότητες δεν γίνονται δεκτές», ζητούσαν να ανταλλάξουν τα σκονισμένα «για πάντα» της νιότης τους με ένα αυτοκίνητο ή ένα σπίτι στην εξοχή.

Γεννιόμαστε στη σκιά της απώλειας, μεγαλώνουμε κυνηγώντας χίμαιρες, πεθαίνουμε χωρίς ποτέ να σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο απογυμνωμένοι από προφάσεις και προσχήματα, σου είχα γράψει σε ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Ακόμα κι αν τα έδινες όλα, πως θα μπορούσαν να είναι αρκετά;

Όμως πριν η μορφή σου σβηστεί οριστικά από την οθόνη της συνειδητότητας σε άκουσα, το ορκίζομαι, να ψιθυρίζεις...

Wednesday 7 May 2014

Φθινοπωρινές μειοψηφίες

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες επιστημονικές μετρήσεις, η θερμοκρασία της σιωπής κατά κανόνα κυμαίνεται μεταξύ -2 και 0 βαθμών Κελσίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντως, οι συνεχείς, αν και αδιόρατες, αυξομοιώσεις δεν επιτρέπουν ακριβείς υπολογισμούς.

Η άνοιξη έμοιαζε να διαρκεί αιώνια σε εκείνη τη χώρα. Στην πραγματικότητα, το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα είχε κρατήσει τόσο πολύ, που κανένας από τους κατοίκους της δεν θυμόταν πια αν ήταν άνοιξη ή φθινόπωρο. Είχαν πάντως αποφασίσει σχεδόν ομόφωνα να υιοθετήσουν την αισιόδοξη εκδοχή.

Οι πιο μελετηροί, αναζητούσαν σε βιβλία και επιστημονικά συγγράματα πιθανές ενδείξεις για τον προσδιορισμό της εποχής, σύντομα όμως απογοητεύονταν, αφού τα δέντρα είχαν από καιρό κουραστεί να αλλάζουν φύλλωμα, τα ζώα ζευγάρωναν ανάλογα με τις επιθυμίες τους και τα μεταναστευτικά πουλιά είχαν κάψει τα διαβατήρια τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Στο μεταξύ, ο τοπικός πληθυσμός υπέμενε στωικά τις απότομες καιρικές μεταβολές και τις αναπόφευκτες συνέπειες τους- αλεπάλληλα κρυολογήματα, αλλεργίες και μία μόνιμη αδυναμία λήψης αποφάσεων ως προς τις κατάλληλες ενδυματολογικές επιλογές.

Οσο για τους μετεωρολόγους, οι πιο διορατικοί είχαν εγκαταλείψει τα πόστα τους στα ερευνητικά κέντρα για να ανοίξουν γραφεία στοιχημάτων.

Sunday 4 May 2014

Ανάληψη ευθύνης

Όνειρα που μένουν όνειρα και ταξίδια, ξεθωριασμένες γραμμές στον χάρτη μόνο, γιατί η κλεψύδρα άδειαζε από άμμο όσο εσύ νόμιζες πως ταξινομούσες κάθε κόκκο στην κατάλληλη προθήκη. Μην πεις μετά πως η ζωή σε αδίκησε- στη ζωή τίποτα δεν έρχεται τη σωστή στιγμή.

Κι εμείς, που τόσο ποθήσαμε να ανακαλύψουμε τι κρύβεται στην πάνω πλευρά των συννέφων, ξοδέψαμε τα χρόνια μας χτυπώντας τα φτερά μας στη λάσπη με την πρόφαση πως προσμέναμε τους απρόθυμους συνοδοιπόρους. Όμως ποτέ κανένας Άλλος δεν έφταιξε για τα δικά μας αδιέξοδα.

Wednesday 30 April 2014

(α)κίνδυνος θάνατος

Συναντάω τυχαία την χαμένη μου έμπνευση σε ένα σταθμό του ηλεκτρικού γεμάτο αγουροξυπνημένα όνειρα, καθώς συλλέγω θραύσματα της εικόνας σου ανάμεσα σε αποτσίγαρα και χρησιμοποιημένες σύριγγες. Παρακμή και ημικρανία.

Αργότερα, στέκομαι απαθής στην κηδεία του ενθουσιασμού μου, πασχίζοντας μάταια να κατανοήσω τους αισιόδοξους. Διακρίνω το είδωλο μου στα γυαλιά ενός σιωπηλού κοριτσιού και μου χαμογελάω σαρκαστικά.

Δεν φοβάμαι τίποτα πια, μόνο τη νύχτα, που με φέρνει αντιμέτωπη με την αλήθεια μιας ζωής ολόιδιας στη διαφορετικότητα της. Τα ίδια λάθη πάντοτε, τα ίδια στάδια αποξένωσης, κι ύστερα να επουλώνουμε όπως όπως τις πληγές μας σε μια κατάλευκη σπηλιά την εποχή των παγετώνων.

Τι σπατάλη ενέργειας, χαράζω στην άμμο, για να ξεχάσω με το πρώτο κύμα...

Sunday 27 April 2014

Χαλάζι στον πλανήτη των χαμένων ευκαιριών

Η εξάλειψη του τελευταίου ίχνους ελπίδας, όσο επώδυνη διαδικασία και αν είναι, προκαλεί σχεδόν πάντα μια κάποια ανακούφιση. Το να πενθείς για κάτι οριστικά χαμένο είναι, συνήθως, πιο υποφερτό από το να ελπίζεις για κάτι απροσδιόριστο ή άπιαστο.

Σε αντίθεση με την ελπίδα, το πένθος έχει αρχή και τέλος. Ναι, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι το πένθος είναι πλασμένο για τον άνθρωπο, ή ίσως ο άνθρωπος είναι πλασμένος για το πένθος, ενώ η ελπίδα αποτελεί απλώς μία παρενέργεια του ενστίκτου αυτοσυντήρησης.

Wednesday 23 April 2014

Φωτορύπανση

Οι κάτοικοι των πόλεων πηγαίνουν σινεμά γιατί δεν μπορούν πια να δουν τα αστέρια. Ξενυχτάνε γιατί δεν τους ξυπνάει η ανατολή τα πρωινά. Συνωστίζονται σε αποπνικτικά δωμάτια για να ξεχνούν τη γαλήνια μοναξιά της απεραντοσύνης.

Επεκτείνουν τις πολιτείες τους ως τις κορυφές των βουνών γιατί μόνο εκεί νιώθουν ασφάλεια. Κλειδώνουν τις πόρτες τους και φαντασιώνονται διαρρήκτες ώστε να μην παραδεχτούν ποτέ ότι τρέμουν ο ένας τον άλλον.

Ανοίγουν κάθε μέρα τα παράθυρα για να εισπνεύσουν φρέσκο καυσαέριο και σκουπίζουν μεθοδικά τα πόδια τους στο χαλάκι της εισόδου, κρατώντας απ' έξω την επικίνδυνη λάσπη των παρτεριών.

Ταΐζουν τα σκυλιά του δρόμου αφού τα αγρίμια δεν τους χρειάζονται. Ονειρεύονται μακρινά ταξίδια, αλλά κουβαλούν μέσα τους, όπου κι αν πηγαίνουν, πυρακτωμένη άσφαλτο, τροχονόμους, μισοτελειωμένα γκράφιτι και καταπιεσμένους αστικούς αναστεναγμούς.

Monday 14 April 2014

Μονόδρομος

Εξαιτίας κάποιου λάθους στους υπολογισμούς, η άμαξα γίνεται ξανά κολοκύθα πριν καν φτάσει στον προορισμό της.

Ο έρωτας είναι πάντα πολύ σοβαρή υπόθεση όταν συμβαίνει σε μας και ένα παλιό τετριμμένο αστείο όταν συμβαίνει στους άλλους.

Και κάπου ένα παιδί βάζει τα κλάμματα γιατί οι μεγάλοι του αποκαλύπτουν πως καλές νεράιδες δεν υπάρχουν.

Οι ονειροπόλοι αυτού του κόσμου αργά ή γρήγορα καταλήγουν σκαρφαλωμένοι στο κιγκλίδωμα μιας γέφυρας να κοιτάζουν γοητευμένοι το νερό ή μόνοι με ένα περίστροφο στο χέρι στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου.

Κι εμείς, οι φανατικοί επιζώντες, ανταλλάξαμε χρόνια πριν τον εύθραυστο πυρήνα μας με μια ψυχρή ατσάλινη σφαίρα. Γι’ αυτό η απογοήτευση έχει πάντα μεταλλική γεύση στο στόμα μας.

Μόνο που κάπως πρέπει να μας ξεγέλασαν στο χειρουργείο και οι νευρικές απολήξεις παρέμειναν άθικτες. Ετσι ακόμα νιώθουμε πόνο, όμως δεν μπορούμε πια να ελπίζουμε στην ανακούφιση ενός πρόωρου θανάτου από μελαγχολία.

Όπως είχε πει ο Νίτσε, αγαπάμε τη ζωή όχι επειδή έχουμε συνηθίσει να ζούμε, αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει να αγαπάμε.

Thursday 10 April 2014

Έκθεση

Τελευταία με ταλαιπωρούν κάτι αιωρούμενα ενδεχόμενα. Μου χαμογελούν παιχνιδιάρικα, αλλά όταν απλώνω το χέρι μου προς το μέρος τους ξεφεύγουν με αστραπιαίους ελιγμούς ή μικραίνουν ώσπου γλιστρούν ανάμεσα από τα δάχτυλα μου.

Ξαναμαθαίνω να διαβάζω το μέλλον στα φύλλα του τσαγιού. Καταλαβαίνω πως όσο πιο συμπαγείς γίνονται οι επιθυμίες, τόσο δυσκολότερο είναι να διακρίνεις τι συμβαίνει από την άλλη πλευρά.

Κατά τ’ άλλα η ζωή χωρίς πανοπλία είναι γεμάτη εκπλήξεις και απειλές: Ενα αγριολούλουδο με γοητεύει, το φεγγάρι τροφοδοτεί υπαρξιακές αγωνίες βαθιά μέσα μου, πανικοβάλλομαι διαβάζοντας για πολέμους και φυσικές καταστροφές, ένα ηλιοβασίλεμα με αφήνει συντετριμμένη, ξαγρυπνάω σχεδιάζοντας αποδράσεις σε εξωτικά νησιά, φαντασιώνομαι πυρηνικές εκρήξεις, τρέχω σαν τρελή να προλάβω ένα πεφταστέρι ή καθυστερώ ώρες ολόκληρες αναπολώντας ένα καλοκαιρινό μεσημέρι που δεν έζησα ποτέ...

Tuesday 1 April 2014

Ασκήσεις αυτοελέγχου σε θολό τοπίο

Τι πιο δύσκολο, λέει, από το να πιστέψεις πως δικαιούσαι κι εσύ, αν όχι ένα μερίδιο ευτυχίας, τότε τουλάχιστον μια ευκαιρία να διεκδικήσεις όσα ονειρεύεσαι. Ναι, αυτά που έθαψες βαθιά στη λήθη για να τα προστατέψεις από αδιάκριτες ματιές και βρώμικα χέρια.

Το πιο παραμυθένιο στα παραμύθια ήταν πως πάντα εμείς ζούσαμε καλύτερα στο τέλος. Μεγαλώσαμε λάθος. Ή μάλλον, δεν μεγαλώσαμε ποτέ. Κι ακόμα περιμένουμε να ζήσουμε καλύτερα.

Όσους κύκλους κι αν διαγράψεις, τα βήματα σου θα σε οδηγούν εδώ, στο ρημαγμένο λιμάνι της ελπίδας, να μεθάς παρέα με λαθρεμπόρους, χαρτοπαίκτες και πόρνες, να σηκώνεις ξανά και ξανά το ποτήρι σου στην υγειά των ναυαγών αυτού του κόσμου, που δραπέτευσαν...

Κι όταν όλοι κοιμούνται, να χορεύεις γυμνός πάνω στις στάχτες υμνώντας τον θεό των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, γιατί χάρη σ' εκείνες έκανες τα ωραιότερα ταξίδια.

Sunday 30 March 2014

Αν ήξερες στ’ αλήθεια να ονειρεύεσαι, θα μισόκλεινες σαν γάτα τα μάτια σου στον ήλιο του απομεσήμερου χωρίς να φοβάσαι τις αλήθειες του ύπνου.

Δεν θα σώριαζες ασυναίσθητα το ένα άλλοθι πάνω στο άλλο. Δεν θα σκόρπιζες γύρω σου ακονισμένες φράσεις που πληγώνουν βαθιά.

Αλλά βλέπεις, κανείς ποτέ δε σου έμαθε ότι πίσω από τις βαριές πόρτες του κάστρου σου δεν κρύβονται στρατιές με εχθρικές διαθέσεις και πολιορκητικούς κριούς.

Είναι μόνο οι άνθρωποι που λαχταράνε να σε αγγιξουν.

Wednesday 19 March 2014

Έρημος

Αν δεν είχες γεννηθεί άνθρωπος θα ήσουν σίγουρα κάκτος. Ναι, κάκτος με μικροσκοπικά κόκκινα λουλούδια και απαλά, πολύ απαλά, αγκάθια.

Πολλοί θα σε περιεργάζονταν από μακριά, αλλά λίγοι θα πλησίαζαν τόσο ώστε να καταλάβουν πως ήσουν τόσο επικίνδυνος όσο ένας ανθισμένος νεογέννητος σκαντζόχοιρος με μάτια σαν γυάλινες χάντρες και τρυφερά όνειρα ανθισμένου νεογέννητου σκαντζόχοιρου.

Αν ήσουν κάκτος, θα άπλωνες νωχελικά τις ρίζες σου στην καυτή άμμο, θα ξεδιψούσες με δροσοσταλίδες και τις νύχτες θα ψιθύριζες τα σκουροπράσινα μυστικά σου στους τυφλοπόντικες της ερήμου.

Εσύ όμως γεννήθηκες με ένα χλωμό σάρκινο περίβλημα, που ξεφλουδίζει στον ήλιο, και την ασίγαστη δίψα των ανθρώπων- δίψα για νερό, για κρασί, για έρωτα και για φαντασμαγορικές καταστροφές.

Thursday 13 March 2014

Πτήσεις

Τα παιδιά σε εκείνη την πόλη είχαν εφεύρει ένα συναρπαστικό παιχνίδι: Ανέβαιναν στην ταράτσα της εγκαταλειμμένης οικοδομής, έδεναν ένα μαντήλι στα μάτια τους και περιστρέφονταν με ταχύτητα, ώσπου σωριάζονταν λαχανιασμένα στο τσιμέντο.

Καθώς ο καιρός περνούσε, ο ανταγωνισμός μεγάλωνε, το παιχνίδι αγρίευε και οι κανόνες γίνονταν συνεχώς πιο αυστηροί. Στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο κοντά στην άκρη. Κανένας ενήλικας δεν προσπάθησε ποτέ να τα εμποδίσει- ήταν την ώρα που οι γονείς τους παρακολουθούσαν τις βραδινές ειδήσεις.

Μια μέρα, ένα αγόρι με ατίθασες σκουρόχρωμες μπούκλες παραπάτησε, έμεινε για μια στιγμή μετέωρο πάνω από το χάσμα κι ύστερα έπεσε, ολοκληρώνοντας τον τελευταίο του στροβιλισμό στον αέρα.

Τα υπόλοιπα παιδιά έμειναν εκεί ως αργά τη νύχτα, πολύ τρομαγμένα για να περάσουν από το σημείο της πρόσκρουσης. Κανένας δεν τα αναζήτησε- ήταν η ώρα, που οι γονείς τους ήταν αφοσιωμένοι στις ταινίες των 9, τα αγαπημένα τους σίριαλ και τα ριάλιτι με ήρωες επίδοξους τυμβωρύχους.

Οταν βγήκε το φεγγάρι, πήραν όλα μαζί την ίδια απόφαση χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Ένα ένα άρχισαν να στροβιλίζονται, να πηδούν ψηλά και να πέφτουν στο κενό.

Αυτή τη φορά, κρατούσαν τα μάτια τους ορθάνοιχτα για να μη χάσουν ούτε δευτερόλεπτο της πτώσης- και κυρίως τη στιγμή της τελικής ιπτάμενης πιρουέτας πάνω από τα φώτα, τους δρόμους και τις κεραίες.

Τα παιδιά εκείνης της πόλης δεν τα βρήκαν ποτέ. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως δεν τα αναζήτησε κανένας. Είχαν μεσολαβήσει οι μέρες των προσφορών στις συνδρομές δορυφορικής τηλεόρασης.

Thursday 6 March 2014

Συχνά αυτό που βαφτίζουμε έρωτα είναι στην πραγματικότητα ανάγκη- ανάγκη να ξεφύγουμε από τη συνήθεια, τη μοναξιά, το φόβο του θανάτου, τις ίδιες μας τις σκέψεις.

Μέσα στο ασυγκράτητο πάθος εκείνων, που τους συνδέει πρωτίστως η ανάγκη- όχι επειδή με τον καιρό έμαθαν να στηρίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά γιατί εξ αρχής ζητούσαν να είναι τα μισά ενός συνόλου- κρύβονται από την πρώτη κιόλας μέρα οι σπόροι της απόγνωσης.

Όπως όλοι οι εξαρτημένοι, μοιραία κάποτε θα μισήσουν την ουσία, που τους κρατάει δέσμιους και αδύναμους με την απειλή της απουσίας της.

Υπάρχει, λένε, κι ο αυτόφωτος έρωτας των ολόκληρων ανθρώπων- ολόκληρων από διαίσθηση ή, συχνότερα, επειδή ο φαύλος κύκλος της απώλειας τους οδήγησε στη γνώση.

Όχι, ούτε σε αυτούς, λένε, δεν χαρίζεται η αιώνια ευτυχία όπως στους ήρωες των παραμυθιών. Τη γεύονται όμως σε τρυφερά ηλιόλουστα χαμόγελα, συνωμοτικούς μεταμεσονύχτιους ψιθύρους και παράτολμες βουτιές στα ανεξερεύνητα βάθη του νου.

Η ευτυχία είναι πάντοτε αιώνια. Κυρίως όταν διαρκεί μόνο απειροελάχιστες στιγμές.

Sunday 2 March 2014

Στολίζω το δωμάτιο με τις λέξεις σου- δεκάδες όμορφες τρυφερές φράσεις- και ξαπλώνω ανάμεσα τους. Τις θαυμάζω για λίγο, αποκοιμιέμαι και ξυπνάω τρομοκρατημένη από την εκκωφαντική σιωπή.

Η μοναξιά, βλέπεις, δεν κατευνάζεται με λεκτικές παρουσίες.

Κάτι τέτοιες βροχερές νύχτες νοσταλγώ τα τριζόνια, τις νυχτερίδες και τα ντροπαλά ιδρωμένα χάδια του καλοκαιριού.

Wednesday 26 February 2014

Ήθελε να γράψει στον τοίχο του σπιτιού του «μη φοβάσαι, πάντα η ζωή αποφασίζει στο τέλος», αλλά την καταδίωξαν οι μπάτσοι της συνείδησης και αναγκάστηκε να πετάξει στον υπόνομο το σπρέι των επιθυμιών.

Δεν έκλαψε, ωστόσο. Το συγκεκριμένο γεγονός θα πρέπει να συνεκτιμηθεί στην ετυμηγορία.

Συνέχισε να ακούει με προσοχή κάθε πρωί τα παράσιτα στο ραδιόφωνο. Ανάμεσα τους κρύβονταν κωδικοποιημένα τα μηνύματα από τη σκοτεινή πλευρά του σύμπαντος.

Thursday 20 February 2014

Of Dreams and Waking: Chapter 368

Τα όνειρα, αυτοί οι μικροί διορατικοί τυχοδιώκτες, είχαν ανακαλύψει το σουρεαλισμό πολύ πριν το Νταλί, την επιστημονική φαντασία αιώνες νωρίτερα από τη γέννηση της Μαίρη Σέλλεϋ και τη θεωρία της σχετικότητας χιλιετίες πριν τον Αινστάιν.

Οι πρόγονοι του Φρόιντ έμεναν ακόμα σε σπηλιές όταν εξερευνούσαν τα άδυτα του υποσυνειδήτου και o Σέρλοκ Χολμς δεν είχε να τους πει τίποτα καινούριο για την εξιχνίαση μυστηρίων.

Μεταμοντέρνα χωρίς να έχουν διαβάσει Φουκό, ειδήμονες στην αντίστιξη χωρίς να έχουν μελετήσει Μπαχ, ψυχεδελικά πριν το LSD και αβάντ γκαρντ από τις απαρχές της ανθρωπότητας.

Δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για αναγνώριση ή τίτλους, δε διεκδικούν τίποτα περισσότερο από την αδιάσπαστη προσοχή μας για όσο διαρκούν οι στιγμιαίες αιωνιότητες της νύχτας κι όταν δεν τους την χαρίζουμε μας ξυπνάνε ψυθιρίζοντας σοφές ακατάληπτες φράσεις σε ανυπεράσπιστα αυτιά.

Sunday 16 February 2014

Φεβρουάριος

Κατάλαβε τότε πως το εξωτερικό χάος ήταν απλώς ένας αποτελεσματικός τρόπος να ξεφεύγει για λίγο από τους χαώδεις εσωτερικούς λαβυρίνθους, ακριβώς όπως ο σωματικός πόνος άμβλυνε κάπως τον πόνο της ψυχής.

Κι η μορφή με τα χίλια πρόσωπα άρχισε πάλι να αποκτά διακριτό περίγραμμα και σαφή χαρακτηριστικά. Και το ραδιόφωνο έπαιζε εκείνο το τραγούδι για το φεγγάρι, τη μοναξιά και την ηδονή του τρόμου.

Κουρασμένα βλέφαρα, ένα οδυνηρά ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής, βαρύ από τα όνειρα της νύχτας.

Thursday 13 February 2014

Πλήττεις ανάμεσα σε ιδεογράμματα, χρυσές γιρλάντες και σκονισμένα πλαστικά λουλούδια. Φύλλα πράσινου τσαγιού επιπλέουν στα απόνερα του πολιτισμικού χάσματος.

Άθελα σου γίνεσαι αφορμή για πρόχειρα πορτρέτα στριμωγμένα ανάμεσα σε ακατάληπτες σημειώσεις. Ξύλινες φράσεις και τυπικές χειρονομίες ταξιδεύουν τη σκέψη σου σε άλλους χωροχρόνους.

Ένα αφράτο σύννεφο προσγειώνεται στη λίμνη με τα νούφαρα. Είναι όνειρο. Όχι, είναι το μοναδικό ίχνος πραγματικότητας σε έναν oνειρικό κόσμο.

Monday 3 February 2014

Οι δικές τους σιωπές δεν ήταν επώδυνες, αμήχανες ή μεθοδευμένες. Δεν τριγυρνούσαν σαν πεινασμένες ύαινες με μεγάλα μάτια στην ηλεκτρισμένη από την ξηρασία στέπα.

Δεν οικειοποιούνταν ξένα πάθη σαν φτωχοί απατεώνες. Δεν γύρευαν αποφάγια στις χωματερές αισθημάτων έξω από τις παραγκουπόλεις. Δε ζητιάνευαν δικαιολογίες ζεστασιάς στους αεραγωγούς των εργοστασίων.

Δεν έπεφταν θύμα αρπακτικών παρερμηνειών και ιδιοτελών προθέσεων. Δεν αλληλοσπαράσσονταν από μίσος και ανάγκη.

Οι σιωπές τους γουργούριζαν γαλήνια στρογγυλοκαθισμένες μπροστά στο τζάκι. Χορτάτες, απαλές, εύγλωττες σιωπές με ήσυχη συνείδηση. Μύριζαν κανέλλα και καβουρδισμένη ζάχαρη.

Αντανακλούσαν το φως αντί να το απορροφούν. Καθησύχαζαν αντί να αποξενώνουν. Βαριές, γεμάτες σιωπές, αλλά συγχρόνως ανάλαφρες σαν φτερά μικροσκοπικού λευκού πουλιού, που ιριδίζουν στον ήλιο.

Thursday 30 January 2014

Θυμάμαι ένα δειλινό στην εθνική οδό, αιώνες πριν. Ήταν ίσως η τελευταία φορά που κατευθυνόμουν συνειδητά προς έναν, συγκεκριμένο προορισμό, η τελευταία φορά που η πράξη ταυτιζόταν με την επιθυμία.

Θυμάσαι, άραγε, ένα θλιμμένο ανεκπλήρωτο πρωινό, ένα τραγούδι αντί αποχαιρετισμού, κι ύστερα σιωπηλά δάκρυα μέσα στο ανώνυμο αδιάφορο πλήθος;

Μην ξεγελιέσαι, πόλεις που δεν κοιμούνται υπάρχουν μόνο στις ταινίες. Ο αστικός αυτός μύθος αποδίδεται σχεδόν με βεβαιότητα στους χρόνια άυπνους.

Οι πόλεις, ξέρεις, κοιμούνται όπως τα δελφίνια: Πρώτα το αριστερό ημισφαίριο, μετά το δεξί. Ένα μάτι πάντα ανοιχτό για να προλάβουν την επίθεση κάποιου ύπουλου νυκτόβιου καρχαρία.

Πρέπει άλλωστε να αναπνέουν κάθε τόσο, γεμίζοντας με καυτό αέρα τα πνευμόνια των υπογείων σιδηροδρόμων τους.

Λέω πως θυμάμαι, όμως βυθίζομαι στη λήθη. Αν σε άφηνα να με γνωρίσεις θα κατάφερνα ίσως να αναγνωρίσω ξανά τον εαυτό μου, αλλά δεν ξέρω πια τον τρόπο.

Saturday 25 January 2014

Χειμερινή μελαγχολία προσγειώνεται αναίμακτα στις ταράτσες. Δεν με τρομάζει. Έχουν μεσολαβήσει χρόνια εξοικείωσης. Δεν την τρομάζω. Εγκαθίσταται.

Κάπου διάβασα πως τα αγάλματα κομματιάζονται πιο εύκολα από τους ανθρώπους. Σε έριξα λοιπόν από το βάθρο σου. Έσπασες σε χιλιάδες κοφτερά θραύσματα. Ευτυχώς, το δέρμα μου έχει σκληρύνει πια.

Να σκορπάμε τις ζωές μας γυρεύοντας τη μία ανυπέρβλητη, ξεκάθαρη επιθυμία, τον υπέρτατο στόχο, το αδιαμφισβήτητο νόημα, την προδιαγεγραμμένη από τη μοίρα διαδρομή...

Και τελικά η πληρότητα να κρύβεται στις λάθος στροφές, στους αιφνιδιασμούς, τους αντιπερισπασμούς και τις εκρήξεις, στη μόνιμη σύγχυση και τις αποσπασματικές στιγμές απρόκλητης μεθυσμένης διαύγειας.

Thursday 16 January 2014

Πορτραίτα φαντασμάτων

Kαμιά φορά περπατάει στο δρόμο με κλειστά μάτια. Δακρύζει περιμένοντας στην ουρά στο ταχυδρομείο. Κατεβαίνει κατά λάθος στο σωστό σταθμό. Εντοπίζει συμπτώσεις παντού.

Υποχθόνιες δυνάμεις οδηγούν ένα πειθήνιο σώμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Διαγράφει λευκές καμπύλες τροχιές στο μαυροπίνακα του χάους.

Ενδοφλέβια ειρωνεία στο ηλιόλουστο παγκάκι έξω από τη Νομική. Ένα αγόρι με διαπεραστικό βλέμμα και λυμένα κορδόνια χαμογελάει στο κενό.

Σήμερα διερευνά το αόρατο φράγμα μεταξύ εγωισμού και αξιοπρέπειας. Κινητοποιείται μονάχα από τη βαθιά νοσταλγία για όσα ποτέ δεν είχε.

Σήμερα εκτινάσσεται σαν πάνθηρας για να αρπάξει με τα νύχια την τρυφερή σάρκα της βεβαιότητας... και προσγειώνεται αδέξια ανάμεσα στα σπασμένα παιχνίδια του χρόνου.

Τότε, σκάβει μια τρύπα στην τέφρα της παραίτησης και κουλουριάζεται, αλλά οι μανιασμένες προσδοκίες για νέες ασυγκράτητες πτώσεις δεν ευνοούν το γαλήνιο ύπνο.

Καμιά φορά περπατάει στο δρόμο γράφοντας, παγιδεύεται στα μικρά αδιέξοδα ανάμεσα στα λασπωμένα παρτέρια και η σιωπή γίνεται λίγο λιγότερο εκκωφαντική.